Γιάνης Βαρουφάκης και Ζωή Κωνσταντοπούλου

Ελλάδα

Αρκετές ημέρες μετά από τις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαϊου και την μη είσοδο του κόμματος του ‘ΜΕΡΑ 25’ στο Κοινοβούλιο, ο Γιάνης  Βαρουφάκης επανεμφανίστηκε στο πολιτικό προσκήνιο, ζητώντας ουσιαστικά από τους πολίτες αυτό που δεν έλαβε χώρα στην εκλογική αναμέτρηση.

Την ψήφο τους ώστε αυτή την φορά να καταφέρει να υπερβεί το εκλογικό όριο του 3% και να εισέλθει στο Κοινοβούλιο. Πόσο εφικτό όμως μπορεί να είναι κάτι τέτοιο μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαϊου, εκεί όπου το ‘ΜΕΡΑ 25’ υπερκεράστηκε και από πολιτικά κόμματα όπως η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου; 

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως ένας ακόμη (δεύτερος) ανασταλτικός παράγοντας που εν προκειμένω δημιουργεί πλείστα όσα εμπόδια στην προσπάθεια του ‘ΜΕΡΑ 25’ να πετύχει την έκπληξη στις επερχόμενες εκλογές της 25ης Ιουνίου, είναι η επιδίωξη της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία να συσπειρώσει την υπάρχουσα εκλογική βάση του κόμματος, με διακύβευμα τον περιορισμό έως την ελαχιστοποίηση των εκροών ψηφοφόρων προς κόμματα όπως το ‘ΜΕΡΑ 25.’ 

Και σε αυτό το σημείο, η Πλεύση Ελευθερίας έχει το προβάδισμα, λόγω του κομματικού παρελθόντος της Ζωής Κωνσταντοπούλου αλλά και του πατέρα της εντός του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Ως απόρροια αυτού, ένας ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ, που διακατέχεται από τάσεις φυγής και δύσκολα πείθεται από τις αφηγήσεις του Αλέξη Τσίπρα και άλλων σημαντικών πολιτικών στελεχών του κόμματος, είναι πιθανότερο να στραφεί προς την Πλεύση Ελευθερίας και την Ζωή Κωνσταντοπούλου, ενθυμούμενος το κομματικό της παρελθόν και το τι έχει πράξει για αυτό το κόμμα, από ό,τι στον Γιάνη Βαρουφάκη, ο οποίος μπορεί να εκλαμβάνεται ως ο πολιτικός εκείνος που δεν σταματά να επιτίθεται στον ΣΥΡΙΖΑ, ως άλλος Μητσοτάκης.

Βέβαια, επιθετικούς τόνους απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ υιοθετεί και η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Όμως, είναι πάλι η ενθύμηση του κομματικού της παρελθόντος, το στοιχείο εκείνο που θέτει εμπόδια στην ανοιχτή καταδίκη της και στην επίσης ανοιχτή πρόσληψη της με όρους προσωπικής αντιπάθειας που μπορεί δυνητικά να φθάσει έως του σημείου ένας ψηφοφόρους να μην θέλει να δει και να ακούσει τίποτα για έναν πολιτικό. Ένας τρίτος παράγοντας που εντοπίζουμε, έχει σχέση με το ό,τι ενώ το ‘ΜΕΡΑ 25’ διέθετε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και έντονη παρουσία, αρκετοί εκ των ψηφοφόρων του δεν απέκτησαν ισχυρούς δεσμούς πολιτικοϊδεολογικής και ψυχο-συναισθηματικής ταύτισης μαζί του, κάτι που είναι δυνητικά πολύ επικίνδυνο, ακριβώς διότι, όχι μόνο μπορεί να του στερήσει από την επίτευξης της αναγκαίας συσπείρωσης (τώρα βέβαια, δεν υπάρχει και κάποιο ελκυστικό αφήγημα, με το αντι-συστημικό και λαϊκιστικό ‘ΜΕΡΑ 25’ να αντιμετωπίζει ετεροχρονισμένα, τα προβλήματα που αντιμετώπιζε και εν πολλοίς αντιμετωπίζει και τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ), αλλά, να συμβάλλει στη δημιουργία συναισθημάτων κυνισμού (βρε δεν πάνε να κόψουν το κεφάλι τους. Αφού δεν τα κατάφεραν να μπουν στη Βουλή, ας κάνουν πλέον ό,τι θέλουν) και επίσης, αδιαφορίας. 

Πολιτικής αδιαφορίας, στον πυρήνα της οποίας εμπεριέχεται το με αφήνει παγερά αδιάφορο/η το αν θα καταφέρει να εισέλθει στη Βουλή το ‘ΜΕΡΑ 25.’

Πλέον, το κόμμα που επέδειξε αδιαφορία όταν την περίοδο της πανδημίας και των lockdown, η φιλελεύθερη, Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία δέχονταν επιθέσεις ένθεν και ένθεν (αδιαφορία βέβαια, επέδειξε και η Ζωή Κωνσταντοπούλου), αδυνατεί όχι απλά να πει κάτι ουσιαστικά, αλλά κάτι δραστικά διαφορετικά από αυτά που μας είχε συνηθίσει. Απλά, διότι δεν μπορεί, όντας μη εξοικειωμένο με την χάραξη πολιτικής.

Σίμος Ανδρονίδης, διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ