Αυτό συμπεραίνουν βάσει επεξεργασίας οικονομικών δεδομένων οι συντάκτες έρευνας του ΚΕΠΕ με θέμα «Εκτίμηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή για τα νοικοκυριά βάσει του εισοδήματός τους».
Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, το είδος και η ποσότητα των αγαθών που καταναλώνουν τα νοικοκυριά διαφοροποιείται βάσει του εισοδήματος, των χαρακτηριστικών, αλλά και του κοινωνικού στάτους. Ακριβώς λόγω αυτών των διαφορών οι επιπτώσεις του πληθωρισμού δεν είναι οι ίδιες σε όλα τα νοικοκυριά.
Επίσης, διερευνήθηκε η κατ’ αρχήν εκτίμηση του πλήθους των νοικοκυριών που εμφανίζουν δαπάνες που υπερβαίνουν το εισόδημά τους, η ανάλυση των χαρακτηριστικών αυτών των νοικοκυριών και η εκτίμηση του βαθμού υπέρβασης.
Πληθωρισμός: Στο 3% στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο – Στο 1,8% στην ευρωζώνη [πίνακας]
Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι η άνοδος των τιμών προκαλεί μείωση του όγκου της κατανάλωσης για κάποια αγαθά, επομένως, ακόμα και στην περίπτωση που η δαπάνη για το συγκεκριμένο αγαθό παραμένει σταθερή, το νοικοκυριό αντιμετωπίζει απώλεια ευημερίας λόγω της μειωμένης κατανάλωσης.
Επίσης, το ύψος των δανειακών υποχρεώσεων αλλά και τα χαρακτηριστικά των δανείων (π.χ. σε σταθερό ή κυμαινόμενο επιτόκιο), σε συνδυασμό με τη μεταβολή του εισοδήματος, παίζουν καθοριστικό ρόλο.
Τέλος, οι επιπτώσεις του πληθωρισμού στον πλούτο των νοικοκυριών (κυρίως στην αξία της ακίνητης περιουσίας) επηρεάζουν το τελικό επίπεδο ευημερίας.
Τα συμπεράσματα
Με δεδομένους τους παραπάνω περιορισμούς, τα κύρια συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάλυση μπορούν να κωδικοποιηθούν ως εξής:
(α) Η μεταβολή του ΔΤΚ των επιμέρους εισοδηματικών κατηγοριών ακολουθεί τις αντίστοιχες του Γενικού ΔΤΚ. Δηλαδή, από το τέταρτο τρίμηνο του 2021 παρατηρείται μια σημαντική αύξηση των τιμών, η οποία χαρακτηρίζει όλες τις εισοδηματικές κατηγορίες.
(β) Η σωρευτική αύξηση τιμών που αντιμετώπισε το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών ήταν υψηλότερη από τον μέσο όρο. Ειδικότερα, την περίοδο 2020-2022, το μέσο επίπεδο των τιμών για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών είχε αυξηθεί κατά 15,6% έναντι 14,7% του μέσου όρου, ενώ κατά το 2022 ο πληθωρισμός των φτωχότερων νοικοκυριών ήταν υψηλότερος του μέσου όρου κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες.
(γ) Το αντίθετο ισχύει για το πλουσιότερο 20% και 10% των νοικοκυριών. Η σωρευτική αύξηση των τιμών την περίοδο 2020-2022 διαμορφώθηκε σε 13,7% και 13,1%, αντίστοιχα, ενώ από το 2020 έως και το 2023 ο ΔΤΚ των πλουσιότερων νοικοκυριών υπολείπεται του μέσου όρου. Το 2022 το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών αντιμετώπισε πληθωρισμό κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερο του μέσου όρου και κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα του πληθωρισμού των φτωχών.
(δ) Με εξαίρεση το 2022, το εύρος των αποκλίσεων του ΔΤΚ μεταξύ φτωχότερων και πλουσιότερων νοικοκυριών δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο (κυμαίνεται σε περίπου στη μία ποσοστιαία μονάδα), αλλά η πληθωριστική κρίση του 2021-22 είχε ως αποτέλεσμα από το τέταρτο τρίμηνο του 2021 και μετά ο ΔΤΚ των φτωχότερων να κινείται σταθερά άνω του μέσου όρου χωρίς να διαφαίνονται τάσεις σύγκλισης.
(ε) Η απόκλιση του ΔΤΚ των πλουσίων (πλουσιότερο 10%) από τον μέσο όρο είναι σημαντικότερη και εμμένουσα, ενώ το πληθωριστικό σοκ της περιόδου 2021-2022 είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω διεύρυνση της απόκλισης.
Δαπάνες σε σχέση με το εισόδημα
Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά τις δαπάνες των νοικοκυριών που δεν αντικρίζονται από τρέχοντα έσοδα, τα βασικά συμπεράσματα της ανάλυσης μπορούν να κωδικοποιηθούν ως εξής:
(α) Το 2022 το 40,9% των νοικοκυριών είχε δαπάνες που υπερβαίνουν το εισόδημά του. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2020 ήταν 35,9%.
(β) Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις πως τμήμα του φαινομένου οφείλεται στην απόκρυψη εισοδημάτων για λόγους φοροδιαφυγής. Ειδικότερα, περίπου 1 στα 4 νοικοκυριά που ανήκουν στο πλουσιότερο 10% δηλώνει υπερβάλλουσες δαπάνες, ενώ το 53% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος το εισόδημα από περιουσία (κυρίως ενοίκια) και που ανήκει ταυτόχρονα στο πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών, δηλώνει υπερβάλλουσες δαπάνες.
(γ) Ωστόσο, η περαιτέρω ανάλυση των χαρακτηριστικών της ομάδας των νοικοκυριών με μη αντικριζόμενες δαπάνες δείχνει ότι η διάσταση της απόκρυψης εισοδημάτων -μολονότι υπάρχει- δεν είναι κυρίαρχη. Ακόμα και με την υπόθεση ότι ένα στα πέντε νοικοκυριά που δηλώνει υπερβάλλουσες δαπάνες αποκρύπτει εισοδήματα, το υπολειπόμενο μέγεθος διαμορφώνεται σε 32,7%, δηλαδή περίπου ένα στα τρία νοικοκυριά.
(δ) Στη χειρότερη θέση βρίσκονται οι μονογονεϊκές οικογένειες και τα φτωχότερα νοικοκυριά, αφού το 79,2% και 78,7%, αντίστοιχα, εμφανίζει δαπάνες που υπερβαίνουν το εισόδημα.
(ε) Ο βαθμός υπέρβασης είναι υψηλότερος μεταξύ των νοικοκυριών με κύριο εισόδημα από επιδόματα ανεργίας (130,7%), από άλλα επιδόματα ή βοηθήματα (167,8%). καθώς επίσης και στις μονογονεϊκές οικογένειες (78,9%) και στα φτωχά νοικοκυριά (78,8%).
Εν κατακλείδι, οι άμεσες επιδράσεις του πληθωριστικού σοκ ήταν αρνητικές για τα φτωχότερα νοικοκυριά αλλά -κυρίως- δημιούργησαν προϋποθέσεις περαιτέρω διεύρυνσης της οικονομικής ανισότητας. Το σχετικά μικρό εύρος των αποκλίσεων του ΔΤΚ για διαφορετικές κατηγορίες νοικοκυριών δείχνει αφενός πως απαιτούνται πρόσθετα μέτρα ελέγχου/αποκλιμάκωσης των τιμών και αφετέρου πως ο στόχος είναι σχετικά εύκολο να επιτευχθεί. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η κύρια πηγή των αυξήσεων προέρχεται από τα τρόφιμα και την ενέργεια που επενεργεί τόσο στις μετακινήσεις όσο και στις δαπάνες κατοικίας, η έμφαση πρέπει να προσανατολιστεί σε αυτά τα πεδία. Πέραν αυτών, σημαντική απόκλιση (εις βάρος των φτωχότερων) παρουσιάζεται και στις δαπάνες τηλεπικοινωνιών για τις οποίες πρέπει να ενεργοποιηθούν μέτρα αποκλιμάκωσης των τιμών.
Σε κάθε περίπτωση, από την ανάλυση προκύπτει πως, παρά την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, βρισκόμαστε ακόμα σε μεταβατική περίοδο που χαρακτηρίζεται από ανισορροπία, ως εκ τούτου, τα μέτρα ελέγχου των τιμών παραμένουν σημαντικά. Σε αυτό το πλαίσιο, η ενδεχόμενη (και σε κάποια στιγμή αναγκαία) απόσυρση μέτρων συγκυριακού χαρακτήρα πρέπει να συνδυαστεί με διαρθρωτικού χαρακτήρα παρεμβάσεις με στόχο την ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων/υπηρεσιών, με έμφαση στις αγορές στις οποίες παρατηρούνται υψηλά επίπεδα συγκέντρωσης.
Ωστόσο, το σημαντικό ποσοστό υπέρβασης των δαπανών έναντι του εισοδήματος υποδηλώνει πως οι παρεμβάσεις πρέπει να επεκταθούν και στο πεδίο της ενίσχυσης των πραγματικών εισοδημάτων, με στόχο τη μείωση των δαπανών που δεν αντικρίζονται από τρέχοντα εισοδήματα. Τα πλέον καθοριστικά ζητήματα αφορούν: (α) το κατά πόσο τα κοινωνικά επιδόματα θα αναπροσαρμοστούν βάσει του πληθωρισμού, (β) τον ρυθμό μεγέθυνσης της απασχόλησης και αντίστοιχα μείωσης της ανεργίας, (γ) τον ρυθμό μεταβολής των ονομαστικών μισθών και (δ) την εμβάθυνση των μέτρων στήριξης των μονογονεϊκών οικογενειών.