Ήπειρος: Το ποίημα του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΟΥ ο “ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ” και τι αναφέρει ο ποιητής για τον Αλή Πασά

Δυο γύφτοι τον εστρώσανε δεμένονε στ’ αμόνι κι αρχίσανε με το σφυρί να τονε πελεκάνε. Σκλήθρες πετάν τα κόκαλα, σκορπάνε τα μελούδια· νεύρα, κομμένα κρέατα σέρνονται σαν ξεσκλίδια, και κειος τηράει τον ουρανό και γλυκοτραγουδάει:

Χτυπάτε, πελεκάτε με, σκυλιά, τον Κατσαντώνη δεν τον τρομάζει Αλήπασας, φωτιά, σφυρί κι αμόνι.

Μιαν ώρα πελεκούσανε, τα χέρια τους δειλιάζουν, οι γύφτοι βαρεθήκανε και το λαιμό του κόβουν. Ανοιγοκλούσ’ ο λάρυγγας, μαύρο πετά το γαίμα και μες στον κόκκινό του αφρό, μες στη βραχνή γαργάρα μισοκομμέν’ ακούονται του τραγουδιού τα λόγια:

Χτυπάτε, πελεκάτε με, σκυλιά, τον Κατσαντώνη δεν τον τρομάζει Αλήπασας, φωτιά, σφυρί κι αμόνι.

Ο πλάτανος, σαν ένιωσε στη ρίζα του το γαίμα, αλαίμαργα το ρούφηξε να μη το πιει το χώμα, κι εστοίχειωσε κι εθέριεψε κι άπλωσε τα κλωνάρια τόσο χοντρά κι ατάραγα και τόσο φουντωμένα, που τα ’βλεπ’ ο Αλήπασας τη νύχτα στ’ όνειρό του κι εφώναζε κι ελάμπαζε μην έλθ’ εκείν’ η μέρα που τα κλαριά του πλάτανου την Πόλη θα πλακώσουν.