Σπύρος Φιλιώτης στο CNN Greece: Είμαστε στην αρχή μίας περιόδου μεγάλης επιστημονικής προόδου


Ο ίδιος δήλωσε πως δυστυχώς η Ελλάδα παραμένει ακόμα πίσω στο κομμάτι των κλινικών μελετών, συγκριτικά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, λόγω της γραφειοκρατίας, των καθυστερήσεων και της έλλειψης κινήτρων προς τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Παρόλο που έχουν γίνει σημαντικά βήματα από το Υπουργείο υγείας τα τελευταία χρόνια, ακόμα υπάρχουν προβλήματα τα οποία χρήζουν επίλυσης.

Σύμφωνα με τον κ.Φιλιώτη, «Στην Ελλάδα τα φάρμακα τιμωρούνται», αφού τα φάρμακα λαμβάνουν τις χαμηλότερες τιμές της Ευρώπης και επιπροσθέτως επιβαρύνονται από σημαντικές υποχρεωτικές επιστροφές. Πρόκειται για έναν δυσμενή συνδυασμό, ο οποίος δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στην πρόσβαση των ασθενών στην φαρμακευτική θεραπεία.

Παρόλα αυτά, ο ίδιος τονίζει ότι «Στη Φαρμασέρβ – Λίλλυ, ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος» και για το λόγο αυτό, προσπαθούν συνεχώς να προωθούν σημαντικές πρωτοβουλίες για να υπάρχει καλύτερη πρόσβαση σε αποτελεσματικά, ασφαλή και καινοτόμα φάρμακα.

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του Αντιπροέδρου και Γενικού Διευθυντή Φαρμασέρβ – Λίλλυ, Σπύρου Φιλιώτη στο CNN Greece:

Kύριε Φιλιώτη, το θέμα της έρευνας και της ανάπτυξης, απασχολεί ιδιαίτερα τελευταία τον κλάδο σας. Η μείωση ειδικότερα των κινήτρων για την Έρευνα και Ανάπτυξη νέων καινοτόμων φαρμάκων στην Ευρώπη καθιστά την ευρωπαϊκή φαρμακοβιομηχανία λιγότερο ανταγωνιστική, σε σχέση με άλλες περιοχές του κόσμου, όπως τονίζει το θεσμικό όργανο της φαρμακοβιομηχανίας, ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος, αναφερόμενος στην πρόταση της Επιτροπής του Ευρωκοινοβουλίου για την αναθεώρηση της φαρμακευτικής νομοθεσίας, επισημαίνοντας ότι δυστυχώς στην Ελλάδα μόλις 40 από τα 160 καινοτόμα φάρμακα είναι διαθέσιμα στους ασθενείς, την περίοδο 2018 – 2021. Θέλετε να μας σχολιάσετε το ζήτημα αυτό;

Η κλινική έρευνα και η ανάπτυξη νέων πρωτοποριακών φαρμάκων, όπως και η εξασφάλιση της πρόσβασης σε αυτές τις θεραπείες, αποτελεί πρωτεύοντα στόχο της καινοτόμου φαρμακοβιομηχανίας. Στην Ελλάδα, οι φαρμακευτικές εταιρείες καταβάλουν μεγάλες προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση, παρά το εχθρικό περιβάλλον, το οποίο διαμορφώνεται από τις πολύ χαμηλές τιμές σε συνδυασμό με τις υψηλότατες υποχρεωτικές επιστροφές, και καθιστά τις εταιρείες πολύ διστακτικές στη διάθεση καινοτόμων φαρμάκων στη χώρα μας.

Δυστυχώς, το αποτέλεσμα είναι να παραμένουμε πίσω συγκριτικά με το μέσο όρο της Ευρώπης σε ότι αφορά στην πρόσβαση σε καινοτόμες θεραπείες. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος οι ασθενείς της χώρας μας να αντιμετωπίσουν σημαντικά προβλήματα πρόσβασης σε καινοτόμες (και όχι μόνο) θεραπείες, εάν δεν εφαρμοστεί άμεσα μία φαρμακευτική πολιτική, η οποία να θέτει ρεαλιστικούς στόχους, με επίκεντρο τον ασθενή, και να βασίζεται στη συνεργασία και συνυπευθυνότητα της φαρμακοβιομηχανίας και της Πολιτείας.

Επιπλέον, αυτή η φαρμακευτική πολιτική πρέπει να διασφαλίζει και να κινητοποιεί τη διεξαγωγή περισσότερων κλινικών μελετών στην Ελλάδα, κάτι το οποίο θα συντελέσει ταυτόχρονα στην επιστημονική ανάπτυξη, την κοινωνική πρόοδο και την ενίσχυση της οικονομίας της χώρας μας.

Οι ασθενείς στην Ελλάδα σε γενικές γραμμές, είναι αρκετά ευνοημένοι, όσον αφορά στην πρόσβασή τους, σε νέες καινοτόμες θεραπείες και θα λέγαμε ότι δεν τις στερούνται. Παρόλα αυτά, οι Σύλλογοι Ασθενών επισημαίνουν, ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ανισότητες, οι οποίες δεν είναι μόνο οικονομικές, αλλά και κοινωνικές και γεωγραφικές. Μήπως πρέπει να δούμε το ζήτημα ρεαλιστικά, δηλαδή, να πούμε «ναι» στην καινοτομία, αλλά με ελέγχους στη συνταγογράφηση και με θεραπευτικά πρωτόκολλα, καθώς οι πόροι σε ένα υγειονομικό σύστημα δεν είναι ανεξάντλητοι;

Δεν θεωρώ ότι είναι ευνοημένοι οι ασθενείς στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα υπάρχει καθυστερημένη πρόσβαση σε καινοτόμες θεραπείες και δύσκολη πρόσβαση σε πολλές καταξιωμένες θεραπείες.

Αυτό συμβαίνει, διότι στην Ελλάδα τα φάρμακα τιμωρούνται. Το κράτος δίνει στα φάρμακα τις χαμηλότερες τιμές της Ευρώπης και μετά επιβάλει εξοντωτική επιπλέον φορολόγηση με τα rebate και τα clawback που δημιουργούν έναν δυσμενή συνδυασμό, που εξουδετερώνει την πρόσβαση. Η καινοτομία, που είναι εξαιρετικά κοστοβόρα και δύσκολη στη δημιουργία της στη χώρα μας, βρίσκει το πλέον εχθρικό περιβάλλον στην Ευρώπη, και τα καταξιωμένα φάρμακα, σε αυτό το περιβάλλον πληθωρισμού κόστους παραγωγής, βρίσκονται «στο κόκκινο».

Υπάρχει η αίσθηση ότι η πρόσβαση των ασθενών είναι καλή στη χώρα μας μέσω της μηδενικής συμμετοχής τους σε φάρμακα υψηλού κόστους, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει και έλεγχος μέσω του Συστήματος Ηλεκτρονικής Προέγκρισης (ΣΗΠ). Ωστόσο, σίγουρα υπάρχουν θέματα κοινωνικών και γεωγραφικών ανισοτήτων που σχετίζονται τόσο με την πρόσβαση σε γιατρούς, τη διάγνωση ασθενειών αλλά και την πρόσβαση σε καινοτόμα φάρμακα. Αρκεί να σκεφτούμε πόσο ευκολότερο είναι για τους ασθενείς σε μεγάλα αστικά κέντρα να έχουν πρόσβαση, για παράδειγμα σε φάρμακα υψηλού κόστους σε σχέση με αντίστοιχους ασθενείς που μπορεί να ζουν σε νησιωτικές, ακριτικές ή και δύσβατες ορεινές περιοχές όπου ακόμα και η εγγύτητα με ένα εξειδικευμένο ιατρό μπορεί να είναι αμφίβολη.

Τώρα όσον αφορά στον έλεγχο, σαφώς και πρέπει να εντατικοποιηθεί, στο πλαίσιο μίας σταθερής φαρμακευτικής πολιτικής, ασθενοκεντρικής, βασισμένης σε πραγματικά επιδημιολογικά δεδομένα η οποία θα θέτει την υγεία ως προτεραιότητα, θα εξασφαλίζει την επαρκή χρηματοδότησή της, θα διασφαλίζει τη βιωσιμότητα των εταιρειών και συνολικά του συστήματος υγείας και θα αναγνωρίζει και θα προσπαθεί να άρει όλα τα εμπόδια και τα προβλήματα πρόσβασης, όποιας φύσης και εάν είναι αυτά.

Η ΦΑΡΜΑΣΕΡΒ – ΛΙΛΛΥ εστιάζει τα τελευταία χρόνια στο πεδίο των κλινικών μελετών με πολύ θετικά αποτελέσματα. Πώς προχωράει για εσάς το κομμάτι αυτό, πιστεύετε ότι γίνονται ουσιαστικά βήματα και έχουν αρθεί τα εμπόδια, ώστε να μπορούν να υλοποιούνται απρόσκοπτα κλινικές μελέτες, με στόχο να τονώνεται εκτός από την υγεία και την έρευνα και η οικονομία και η αγορά εργασίας;

Στη Φαρμασέρβ-Λίλλυ ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε δραστηριότητας και κάθε επένδυσης. Συμβαδίζοντας με τη θεμελιώδη μας αρχή, να κάνουμε τη ζωή των ανθρώπων καλύτερη, έχουμε αναπτύξει, ένα από τα πολυπληθέστερα και πιο παραγωγικά τμήματα Έρευνας και Ανάπτυξης στην Ελλάδα. Το Τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης της Φαρμασέρβ-Λίλλυ ιδρύθηκε το 1996, και έως σήμερα υλοποιεί το όραμά μας, με τη συμμετοχή περισσότερων από 2.500 Ελλήνων Ιατρών- Ερευνητών και περισσότερων από 16.000 ασθενών, στη διεξαγωγή πλήθους Κλινικών Ερευνητικών Προγραμμάτων, για μία πληθώρα σοβαρών παθήσεων. Από αυτή μας τη συνεργασία, έχουν προκύψει περισσότερες από 190 δημοσιεύσεις και ανακοινώσεις σε έγκυρα διεθνή επιστημονικά περιοδικά.

Φυσικά, σε ένα περιβάλλον που συνεχώς αλλάζει, προσπαθούμε καθημερινά μέσω της συνεργασίας με τους αρμόδιους κρατικούς Φορείς και τις Αρχές να προωθήσουμε πρωτοβουλίες με απώτερο στόχο τη μείωση των χρόνων της Έρευνας και Ανάπτυξης στην Ελλάδα, με μείωση της γραφειοκρατίας και απλούστευση των διαδικασιών. Στόχος μας είναι ο κάθε ασθενής να έχει πρόσβαση σε νέα, ασφαλή και καινοτόμα φάρμακα, όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο, ειδικά λόγω της οικονομικής κατάστασης στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, ότι η Φαρμασέρβ – Λίλλυ από το 1996 μέχρι και σήμερα, έχει επενδύσει πάνω από 70 εκατ. ευρώ στον τομέα της Κλινικής Έρευνας και Ανάπτυξης, αναβαθμίζοντας δομές υγείας, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας, εκπαιδεύοντας επιστήμονες υγείας και βελτιώνοντας την οργάνωση και τον εξοπλισμό των ερευνητικών κέντρων.

Αν και τα τελευταία τρία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα από πλευράς Υπουργείου Υγείας στην κατεύθυνση της άρσης των εμποδίων για να αυξηθούν οι κλινικές μελέτες στη χώρα μας, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά θέματα που απαιτούν λύσεις και αφορούν κυρίως τη μείωση της γραφειοκρατίας, την απλοποίηση και την αύξηση της ταχύτητας των διαδικασιών, αλλά και την παροχή κινήτρων προς τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Δυστυχώς, το λεγόμενο «επενδυτικό clawback», δεν λειτούργησε στην περίπτωση των κλινικών μελετών. Θα πρέπει σαφώς να επανεξεταστεί το πλαίσιο, στο οποίο βασίζεται το Ταμείο Ανάκαμψης, εάν είναι αυτό εφικτό ή εναλλακτικά να δημιουργηθούν άλλα κίνητρα για τη φαρμακοβιομηχανία, στοχεύοντας στη δημιουργία ενός ευνοϊκότερου περιβάλλοντος για διεξαγωγή κλινικών μελετών στην Ελλάδα.

Capture1.png

Ακούμε τελευταία ότι η Ελλάδα μπορεί να μετατραπεί σε ένα από τα 5 μεγαλύτερα Hub της Ευρώπης όσον αφορά στην παραγωγή, την έρευνα και την καινοτομία. Μπορεί πράγματι να συμβεί αυτό και να μιλάμε για μία Ελλάδα – σύγχρονο Κόμβο καινοτομίας, ανάπτυξης και πρωτοπορίας;

Υπάρχουν ευκαιρίες για επενδύσεις, είτε από πολυεθνικές είτε από ελληνικές εταιρείες που μπορούν να προσφέρουν ευνοϊκή προοπτική για κινητικότητα στον τομέα της ανάπτυξης και της πρωτοπορίας, με τελικό στόχο την εξέλιξη της χώρας μας σε ολοκληρωμένο hub παραγωγής και καινοτομίας.

Ωστόσο, η υποχρηματοδότηση του φαρμάκου που συνεπάγεται αφαίμαξη των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον χώρο αυτό, μειώνει δραστικά τις δυνατότητες για μεγάλες επενδύσεις και αποτελεί σημαντική τροχοπέδη. Υποχρηματοδότηση υπάρχει ωστόσο και στο γενικότερο τομέα της υγείας, ο οποίος για πάρα πολλά χρόνια δεν ήταν προτεραιότητα των κυβερνήσεων, με αποτέλεσμα μια σειρά ελλείψεων σε υποδομές, υποστελέχωση, brain drain κτλ. Επιπροσθέτως οι αποσπασματικές κινήσεις και η μη ύπαρξη μιας ολοκληρωμένης και συνεκτικής πολιτικής για το φάρμακο δεν δημιουργεί ασφάλεια, ούτε διαμορφώνει ένα σταθερό επιχειρηματικό περιβάλλον.

Είμαστε στην αρχή μίας περιόδου μεγάλης επιστημονικής προόδου. Λόγω των εξελίξεων στη βιολογία και στην τεχνολογία, αναμένεται να δούμε σημαντικές καινοτομίες την επόμενη δεκαετία. Πρέπει και στην Ελλάδα να μπορούμε να είμαστε συμμέτοχοι και συνδιαμορφωτές αυτής της προόδου και όχι απλοί θεατές.

Η συνεργασία Πολιτείας και Φαρμακευτικών επιχειρήσεων είναι σημαντική ώστε να διαμορφωθεί ένα βιώσιμο οικοσύστημα καινοτομίας που θα βοηθήσει την πρόσβαση των ασθενών αλλά και την κοινωνία να αντιμετωπίσει μελλοντικές προκλήσεις στην υγεία.

Η διαρκής τεχνολογική εξέλιξη φυσικά αποτελεί σύμμαχό μας σε αυτήν την προσπάθεια, χωρίς ωστόσο να αγνοούμε πώς αυτό που θα μεγιστοποιήσει τα αποτελέσματα θα είναι η επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό. Η χώρα μας διαθέτει υψηλού επιπέδου επιστημονικό δυναμικό που μπορεί να σταθεί αρωγός σε αυτό το σημαντικό βήμα για καινοτομία, γι’ αυτό και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να εστιάσουν στους ανθρώπους

Καθώς οι κοινωνίες γηράσκουν με το προσδόκιμο επιβίωσης να αυξάνεται, είναι λογικό οι άνθρωποι να έχουν ανάγκη και από βελτιωμένες καινοτόμες θεραπείες και από την τεχνολογία. Εκτιμάτε ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα βοηθήσει προς αυτή την κατάσταση, δίνοντας ελπίδα επίσης και στα υγειονομικά συστήματα να μπορέσουν να εξορθολογήσουν τις δαπάνες τους και να γίνουν παράλληλα ανθεκτικά και βιώσιμα;

Ο ρόλος της τεχνητής νοημοσύνης στην υγεία είναι πολλαπλός, τόσο στην επιτάχυνση της ανακάλυψης νέων μορίων που θα προσφέρουν καινοτόμες θεραπείες, όσο και στις κλινικές δοκιμές, στην έγκαιρη διάγνωση ασθενειών ή στην καλύτερη υγειονομική περίθαλψη. Ήδη χρησιμοποιείται σε ορισμένα ερευνητικά προγράμματα σε χώρες της Ευρώπης για την πρόβλεψη του κινδύνου θνησιμότητας ασθενών σε ΜΕΘ, τη διαγνωστική απεικόνιση καρκίνου του πνεύμονα, καθώς και κρίσιμες δοκιμές νέων φαρμάκων και εμβολίων. Παράλληλα, η εισαγωγή της στις δομές υγείας μπορεί να συνεισφέρει στη γρηγορότερη αποκατάσταση των ασθενών και στην ορθότερη διαχείριση των πόρων.

1714145735705-140955920-Capture.png

Σίγουρα, δεν έχουμε δει ακόμα τα πιο σημαντικά οφέλη που θα έρθουν από την εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης. Πιστεύω ότι σε μερικές δεκαετίες θα αλλάξει πλήρως ο τρόπος, με τον οποίο το σύστημα υγείας περιθάλπει τον πληθυσμό. Ιδιαίτερα σε μια χώρα με γεωγραφία σαν της Ελλάδας, πρέπει να δοθεί η δυνατότητα από τις αρχές να δοκιμαστούν εργαλεία τηλεϊατρικής και ψηφιακής υγείας τελευταίας τεχνολογίας. Με τον τρόπο αυτόν, θα βελτιωθεί η περίθαλψη του πληθυσμού, θα μειωθεί το κόστος του συστήματος και μπορεί να δοθούν ευκαιρίες να αναδειχθούν σε ηγέτες, νέες επιχειρήσεις του χώρου.





Source link