ΗΠΑ – Ρωσία: «Γκάζι» ή «φρένο» στο νέο Ψυχρό Πόλεμο;


Ο Τζο Μπάιντεν μπορεί να ανακοίνωσε σκληρές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, πρότεινε, ωστόσο, στον Βλαντιμίρ Πούτιν τη διεξαγωγή μίας συνόδου κορυφής σε ουδέτερο έδαφος, με στόχο την αποκλιμάκωση της έντασης με τις ΗΠΑ. Ο Ρώσος πρόεδρος, χωρίς να αρνηθεί αλλά ούτε και να αποδεχτεί την πρόταση του Αμερικανού ομολόγου του, τηρεί στάση αναμονής και αφήνει τις εξελίξεις στο ουκρανικό, μεταξύ άλλων, μέτωπο να καθορίσουν την απάντησή του. Και το ερώτημα είναι ένα: ποιος πατά «γκάζι» και βάζει «φρένο» στο νέο Ψυχρό Πόλεμο;

ΗΠΑ - Ρωσία: «Γκάζι» ή «φρένο» στο νέο Ψυχρό Πόλεμο;

Η αμερικανική κυβέρνηση στόχευσε, επί της ουσίας, συνολικά 32 κυβερνητικούς αξιωματούχους, επιχειρήσεις και εταιρίες στη Ρωσία με οικονομικές κυρώσεις, ως «τιμωρία» για την υπόθεση Solar Winds, τη ρωσική κυβερνοεπίθεση με την οποία παραβιάστηκαν τα αμερικανικά δίκτυα τουλάχιστον 18.000 επιχειρήσεων και κυβερνητικών οργανισμών στις ΗΠΑ, και για τη ρωσική εμπλοκή στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές.

Σύμφωνα με τους αναλυτές, η σημαντικότερη συνέπεια αυτών είναι ότι οι αμερικανικές κυρώσεις αφαιρούν οριστικά από τη Ρωσία τη δυνατότητα να δανειστεί σε διεθνές επίπεδο, αν και το εξωτερικό κυβερνητικό χρέος της χώρας του Πούτιν είναι μικρό για το μέγεθος της Οικονομίας της.

Οι κυρώσεις του Μπάιντεν δεν άγγιξαν τους Ρώσους ολιγάρχες και, ως εκ τούτου, αφήνουν περιθώριο για μελλοντική αναβάθμισή τους στην περίπτωση που η Ρωσία ξεκινήσει, για παράδειγμα, μία στρατιωτική εκστρατεία στην Ουκρανία.

Στα αρνητικά των κυρώσεων μετρούν, κατά τις ίδιες πηγές, η απόφαση της Ουάσινγκτον να γυρίσει πίσω τα δύο αμερικανικά πλοία που όδευαν στη Μαύρη Θάλασσα και η ανατροπή της προηγούμενης έγκρισης για επιβολή κυρώσεων για τον αγωγό «Nord Stream 2» από το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, ενέργειες που σίγουρα παρακολουθούνται από την Κίνα και δεν αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα στις κινεζικές προκλήσεις στη νότια Κινεζική Θάλασσα.

Η πρόταση του Μπάιντεν για ρωσο-αμερικανική σύνοδο κορυφής σε ουδέτερο έδαφος αποδεικνύει το ανανεωμένο αμερικανικό ενδιαφέρον για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ενώ η απουσία απάντησης από τον Πούτιν είναι ζήτημα στρατηγικής που, αργά ή γρήγορα, θα προσκρούσει στη ρωσική ανάγκη για επενδύσεις και τεχνολογία από τη Δύση.

Οι ΗΠΑ ρισκάρουν με το Αφγανιστάν

Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν ήταν τα αμερικανικά αντίποινα στα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001. Συνεχίστηκε για να στηρίξει μία αδύναμη κυβέρνηση και τον φτωχό στρατό της, ώστε η αλλοτινή φοβερή και τρομερή αλ Κάιντα του Οσάμα μπιν Λάντεν να μην μπορεί να πλήξει τις ΗΠΑ ποτέ ξανά.

Σήμερα, περίπου 20 χρόνια μετά, η πιο μακρόχρονη αμερικανική στρατιωτική εκστρατεία στο εξωτερικό, που στοίχισε τη ζωή συνολικά 2.300 Αμερικανών στρατιωτών, ετοιμάζεται να λάβει τέλος.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Τζο Μπάιντεν, την 1η Μαΐου θα ξεκινήσει η αποχώρηση των στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, με ορίζοντα ολοκλήρωσής της τη μαύρη επέτειο του Σεπτεμβρίου.

Ο Αμερικανός πρόεδρος ήταν σαφής στα λόγια του αλλά και στις προθέσεις του, που ρίχνουν το Αφγανιστάν στις τελευταίες θέσεις των αμερικανικών προτεραιοτήτων, στις οποίες πρωτοστατούν, προφανώς, οι προκλήσεις που θέτουν η αναβίωση της Ρωσίας και η ανάδυση της Κίνας.

Για τους αναλυτές, ωστόσο, η απόφαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ μπορεί να είναι λογική και αναμενόμενη, γι’ αυτό και θα ακολουθηθεί από όλες τις συμμαχικές δυνάμεις, ωστόσο ενέχει το ρίσκο της άμεσης επανεγκατάστασης της αλ Κάιντα στα αφγανικά εδάφη.

Οι Ταλιμπάν έχουν δεσμευτεί σε συμφωνία τους με τον Ντόναλντ Τραμπ το 2020, ότι θα εμποδίσουν την αλ Κάιντα ή ισλαμιστικές οργανώσεις να χρησιμοποιήσουν το Αφγανιστάν για να επιτεθούν στις ΗΠΑ, ωστόσο ο κίνδυνος αναβίωσης της εξτρεμιστικής απειλής είναι βάσιμος, ενώ είναι ορατή η πιθανότητα μίας ανθρωπιστικής καταστροφής που θα ακολουθήσει την κατάρρευση των αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας και το ξέσπασμα ενός πολύπλευρου εμφύλιου πολέμου.

Από την έντυπη έκδοση της «Βραδυνής της Κυριακής»



Πηγή