Η προσπάθεια προώθησης του μικρού υδροηλεκτρικού έργου «Γερακάρι» στον Άραχθο αναστέλλεται, καθώς η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας απέρριψε την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων. Το έργο, που σχεδιαζόταν ανάμεσα σε Κράψη και Ανατολική, σταματά πριν περάσει το στάδιο της αδειοδότησης, αφού κρίθηκε ότι η υποβληθείσα Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων δεν ανταποκρίνεται στα απαιτούμενα επιστημονικά και θεσμικά δεδομένα.
Κεντρικό σημείο της απόφασης αποτελεί η έλλειψη εναρμόνισης της ΜΠΕ με τη 2η αναθεώρηση του Σχεδίου Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ηπείρου, όπως και με τη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που τη συνοδεύει. Παράλληλα, οι υπηρεσίες εντόπισαν σοβαρές ελλείψεις ως προς την αποτίμηση των σωρευτικών επιβαρύνσεων, καθώς η αξιολόγηση δεν ενσωμάτωνε τα υπόλοιπα ΜΥΗΕ που έχουν ήδη χωροθετηθεί ή σχεδιάζονται στον Άραχθο – στοιχείο κρίσιμο για την πραγματική αποτύπωση της πίεσης στο οικοσύστημα.
Σημαντική βαρύτητα δόθηκε επίσης στον κίνδυνο αλλοίωσης της υδρολογικής ισορροπίας του ποταμού. Το σχεδιαζόμενο φράγμα θα δημιουργούσε τεχνητή λίμνη άνω των 220.000 τ.μ., με χωρητικότητα περίπου 620.000 κυβικών μέτρων, τροποποιώντας κατακόρυφα τη φυσική ροή. Ειδικοί επισημαίνουν ότι τέτοιου είδους παρεμβάσεις επηρεάζουν άμεσα την ιχθυοπανίδα, ιδιαίτερα είδη όπως η Ιονική πέστροφα, η μπριάνα και ο ποταμοκέφαλος, που αποτελούν χαρακτηριστικούς πληθυσμούς του Αράχθου. Ο προτεινόμενος ιχθυοδιάδρομος χαρακτηρίστηκε ανεπαρκής, καθώς δεν εξασφαλίζει τις αναγκαίες μετακινήσεις των ειδών, ούτε προστατεύει τη συνέχεια των οικολογικών διεργασιών.
Δημοτικές αρχές, φορείς του τουρισμού και άλλες υπηρεσίες είχαν ήδη διατυπώσει επιφυλάξεις, υπογραμμίζοντας ότι η υλοποίηση του έργου θα επηρέαζε το φυσικό ανάγλυφο, την αισθητική του τοπίου και κατ’ επέκταση την τουριστική ανάπτυξη των Τζουμέρκων. Με δεδομένες τις γνωμοδοτήσεις αυτές και τις ελλείψεις της ΜΠΕ, η Αποκεντρωμένη αποφάσισε την απόρριψη μέχρι να υπάρξουν πλήρεις κανονιστικές ρυθμίσεις για τα εσωτερικά ύδατα και σαφές πλαίσιο βιώσιμης διαχείρισης.
Η εξέλιξη αυτή παγώνει προς το παρόν την υπόθεση, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο επαναξιολόγησης στο μέλλον, μόνο εφόσον υποβληθούν επικαιροποιημένα και πλήρως τεκμηριωμένα στοιχεία.