Ταυτόχρονα παρατηρείται μια αύξηση των δομών που έχουν ως αποστολή να παράσχουν βοήθεια τόσο στους πάσχοντες, όσο και στους φροντιστές τους, με εκπαίδευση και ψυχολογική στήριξη.
Σε όλο τον κόσμο σήμερα, υπολογίζεται ότι περισσότερα από 50 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από κάποια μορφή άνοιας, αριθμός που αναμένεται να φτάσει τα 150 εκατομμύρια μέχρι το 2050. Σύμφωνα με πρόσφατα στατιστικά στοιχεία, στην Ελλάδα σχεδόν 200.000 άνθρωποι πάσχουν από άνοια και σχεδόν 300.000 από ήπια νοητική διαταραχή, η οποία είναι προστάδιο της άνοιας.
Κάθε χρόνο προστίθενται 7 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις άνοιας, δηλαδή ένας ασθενής κάθε 4 δευτερόλεπτα. Λόγω της αύξησης των περιπτώσεων κυρίως στις φτωχότερες χώρες, υπολογίζεται ότι ο αριθμός των πασχόντων με κάποια μορφή άνοιας θα ανέλθει σε 82 εκατομμύρια το 2030 και θα τριπλασιαστεί το 2050.
Για κάθε ασθενή με άνοια, με μετριοπαθείς υπολογισμούς, επηρεάζεται η ζωή 2 έως 3 φροντιστών, μελών της οικογένειάς του, που σημαίνει ότι στην Ελλάδα μόνο, η πάθηση αφορά από ένα έως 1,5 εκατομμύρια πολίτες. Τι σημαίνει όμως να είναι κάποιος φροντιστής ατόμου με άνοια και πόσο τον/την επηρεάζει σωματικά και ψυχολογικά μια τέτοια διαδικασία;
Τρεις φροντίστριες ατόμων με άνοια, μίλησαν στο CNN Greece για τις εμπειρίες τους φροντίζοντας δικούς τους ανθρώπους.
Οι δυνατές και συγκινησιακές τους εξομολογήσεις μάς δίνουν να αντιληφθούμε τι σημαίνει να φροντίζεις έναν άνθρωπο -τον άνθρωπό σου- με άνοια, πως εξελίσσεται η ασθένεια και τι επιπτώσεις έχει αυτή η διαδικασία στη δική τους ζωή.
Οι έρευνες έχουν δείξει ότι η παροχή φροντίδας σε ένα μέλος της οικογένειας με άνοια, είναι μια στρεσογόνος διαδικασία και συμβάλλει στην αύξηση της επιβάρυνσης, με αρνητικές επιπτώσεις στη σωματική και την ψυχική υγεία του φροντιστή και στην υποβάθμιση της ποιότητας ζωής του, που μεταφράζεται σε κοινωνική απομόνωση, οικονομικές δυσκολίες κ.ά.
Δείτε το βίντεο του CNN Greece, με τρεις γυναίκες που ζουν ή έζησαν δίπλα σε ανθρώπους με άνοια:
Ένας φροντιστής επιβαρύνεται σωματικά, καθώς θα πρέπει να χρησιμοποιεί σωματική δύναμη για να βοηθήσει τον ασθενή, αλλά να προσαρμόσει και το ωράριο του ύπνου του σε αυτό του ασθενούς και ψυχολογικά, καθώς θα πρέπει να αντιμετωπίσει την αλλαγή της προσωπικότητας του προσφιλούς του προσώπου -και τις ψυχικές του μεταπτώσεις.
Επίσης επιβαρύνεται επαγγελματικά, καθώς η φροντίδα ενός ασθενούς είναι μια ολοήμερη διαδικασία και τέλος οικονομικά, διότι τα κόστη που καλύπτονται από το κρατικό σύστημα υγείας δεν καλύπτουν έξοδα για επαγγελματία φροντιστή, λογοθεραπείες ή εργοθεραπείες, επισκέψεις κατ’ οίκον γιατρών, νοσηλευτών, φυσικοθεραπευτών κ.ά.
Αρκετές μελέτες έχουν καταδείξει ότι ένας υψηλός κίνδυνος διακατέχει τους φροντιστές για την εμφάνιση συναισθηματικών διαταραχών, όπως κατάθλιψη και αγχώδη διαταραχή. Στους φροντιστές υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος εμφάνισης καρδιαγγειακών προβλημάτων, έχουν πιο ευάλωτο ανοσοποιητικό σύστημα, υψηλότερα ποσοστά χρόνιων παθήσεων, περισσότερες ιατρικές επισκέψεις και χρήση φαρμάκων, όπως και κακή ποιότητα ύπνου.
Στην Ελλάδα το 75% των φροντιστών είναι γυναίκες και πάνω από τους/τις μισούς/ες φροντιστές και φροντίστριες είναι μέσης ηλικίας, αφιερώνοντας κατά μέσο όρο 40 ώρες την εβδομάδα στο άτομο που φροντίζουν.
Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι η πιο συχνή αιτία άνοιας (60%-90% του συνόλου), ενώ υπάρχουν πολλές άλλες μορφές με ανάλογα συμπτώματα όπως η αγγειακή άνοια λόγω εγκεφαλικών επεισοδίων, η παρκινσονική άνοια λόγω της νόσου του Πάρκινσον, η μετωποκροταφική άνοια, άνοια με σωμάτια Levy η οποία είναι η δεύτερη πιο συνηθισμένη.
Οι αιτίες της νόσου Αλτσχάιμερ δεν είναι γνωστές, αλλά οι σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου είναι η γενετική προδιάθεση και το γήρας. Η νόσος είναι ιδιαίτερα συχνή στους ηλικιωμένους, με το 2% περίπου των ατόμων μεταξύ 65-74 ετών να έχει άνοια, ποσοστό που αυξάνεται στο 19% για τις ηλικίες 75-84 ετών.
Η διάγνωση της νόσου, μέχρι σήμερα είναι μια δύσκολη και ακριβή διαδικασία, αλλά η επιστημονική κοινότητα βρίσκεται πολύ κοντά στο να μπορεί να γίνει και με μια απλή -οικονομική- φθηνή εξέταση αίματος.
Πέρυσι συγκεκριμένα έγινε η σχετική δημοσίευση της μελέτης του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης του Βασιλικού Κολλεγίου του Λονδίνου, η οποία κατέδειξε ότι μπορεί να γίνει η διάγνωση έως και 3,5 χρόνια πριν γίνει η κλινική διάγνωση με βάση τα συμπτώματα.
Ωστόσο λόγω ανεπαρκούς ενημέρωσης και αναγνώρισης των συμπτωμάτων, σε αρκετές περιοχές του κόσμου υπάρχει καθυστερημένη διάγνωση και υπολογίζεται ότι το 75% των ασθενών είναι χωρίς διάγνωση.