Ο Φετουλάχ Γκιουλέν, εκτός από Τούρκος ιερέας, πρώην ιμάμης, συγγραφέας, πολιτική μορφή και ιδρυτής του κινήματος Χιζμέτ, ήταν σύμμαχος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μέχρι το 2013. Στην πορεία έγινε ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός του με πολλούς να τον χαρακτηρίζουν ως τον δεύτερο πιο ισχυρό άνθρωπο της Τουρκίας.
Για αρκετά χρόνια το όνομά του δεν ήταν γνωστό εκτός των τειχών της γειτονικής χώρας μέχρι που άρχισε να πρωταγωνιστεί στον διεθνή Τύπο μετά τις απανωτές κατηγορίες τις οποίες εξαπέλυσε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πώς είναι ο «εγκέφαλος» πίσω από ένα οργανωμένο σχέδιο σε υποθέσεις διαφθοράς, αλλά και ο ενορχηστρωτής του πραξικοπήματος για την ανατροπή του.
Στις 16 Ιουλίου του 2016, ο Τούρκος Πρόεδρος από το αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, με τοποθετήσεις του κατήγγειλε πώς οι Γκιουλενιστές βρίσκονται πίσω από το αποτυχημένο πραξικόπημα, κατονομάζοντάς τους «κράτος μέσα στο κράτος».
Το περιβάλλον του Γκιουλέν απέρριψε τις κατηγορίες χαρακτηρίζοντάς τες «εξαιρετικά ανεύθυνες» σημειώνοντας σε σχετική ανακοίνωση ότι «με συνέπεια έχουν αποκηρύξει τις παρεμβάσεις του στρατού στην εσωτερική πολιτική, μια αρχή που είναι από τις βασικές αξίες του Hizmet».
Από σύμμαχοι «αιώνιοι» εχθροί
Το κίνημα του Γκιουλέν ήταν επί μακρόν σύμμαχος του Ερντογάν απ΄όταν κατέβηκε στην πρωθυπουργική κούρσα.
Κατά τους Financial Times, οι υποστηρικτές του Τούρκου Προέδρου ήταν κυρίως επιχειρηματίες εν αντιθέσει με τους Γκουλενιστές, οι οποίοι σύμφωνα με το δημοσίευμα ήταν εκείνοι που στελέχωσαν και «κούρδισαν» την κρατική μηχανή δίνοντας την απαραίτητη ώθηση τόσο στο κυβερνών κόμμα ΑΚΡ, όσο και τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στα πρώτα χρόνια της εξουσίας.
Σύμφωνα με τους Financial Times κατείχαν θέσεις κλειδιά σε οργανισμούς όπως αστυνομία, δικαστικές αρχές, εισαγγελικά γραφεία.
Οι έρευνες για διαφθορά που έφεραν τη ρήξη
Η ρήξη στους άλλοτε δύο συμμάχους ξεκίνησε στο τέλη του 2013, όταν ήρθαν στο φως έρευνες διαφθοράς με στόχο υπουργούς και αξιωματούχους που πρόσκεινται στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Αρχές του 2014, ο Τούρκος πρόεδρος θεωρώντας πώς πίσω από τις έρευνες κρύβονται άνθρωποι του Γκιουλέν ή αλλιώς μέλη του κινήματος Χιζμέτ -όπως είναι γνωστό στα τουρκικά, προχώρησε σε εκκαθαρίσεις σε αστυνομία, εισαγγελικό και δικαστικό σώμα, συλλαμβάνοντας όσους θεωρούσε οπαδούς του.
Ύστερα εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης για τον Γκιουλέν, με το κίνημά του να χαρακτηρίζεται ως τρομοκρατική ομάδα δύο χρόνια αργότερα.
Οι ανεξέλεγκτες διώξεις γκιουλενιστών και ο χαρακτηρισμός «τρομοκράτης»
Οι διώξεις εναντίον των οπαδών του Φετουλάχ Γκιουλέν πήραν ανεξέλεγκτες διαστάσεις μετά το πραξικόπημα, καθώς περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι κατηγορήθηκαν ως τρομοκράτες.
Τουλάχιστον 77.000 συνελήφθησαν, 150.000 κρατικοί υπάλληλοι, μεταξύ των οποίων εκπαιδευτικοί, δικαστές και στρατιώτες, τέθηκαν σε διαθεσιμότητα υπό καθεστώς έκτακτης ανάγκης, κατηγορούμενοι ως «Γκιουλενιστές» ενώ μέσα ενημέρωσης, σχολεία, ενώσεις και εταιρίας που θεωρήθηκαν ότι συνδέονταν με τον Φετουλάχ Γκιουλέν έκλεισαν και περιουσιακά στοιχεία κατασχέθηκαν.
Τότε, η τουρκική κυβέρνηση χαρακτήρισε τον ιδρυτή του κινήματος Χιζμέτ, ως τον πλέον καταζητούμενο τρομοκράτη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να χαρακτηρίζει το δίκτυο Γκιουλέν προδότες και «καρκίνο», δίνοντας ταυτόχρονα οδηγία στον τουρκικό λαό να τους «ξεριζώσει» όπου και αν βρίσκονταν.
Οι κατηγορίες των τουρκικών ΜΜΕ κατά της Ελλάδας
Την ίδια ώρα χιλιάδες οπαδοί του εγκατέλειψαν τη χώρα. Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος όπως το Αnadolu χαρακτήριζε την Ελλάδα «χώρα διαφυγής τρομοκράτων της FETO μετά το πραξικόπημα» με τον Τούρκο Πρόεδρο να επαναλαμβάνει κατηγορίες κατά της Ελλάδας, των ΗΠΑ και ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών περί υπόθαλψης τρομοκρατών.
Ο Φετουλάχ Γκιουλέν, ζούσε ήδη από το 1999 στις ΗΠΑ, όταν έφυγε από την Τουρκία υπό την απειλή της σύλληψης και της δικαστικής παραπομπής του μια περίοδο που οι ισλαμιστές βρίσκονταν υπό διωγμό από το κράτος.
Ο άσπονδος εχθρός του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν καταδίκασε την απόπειρα πραξικοπήματος αναφέροντας σε δήλωση του πώς «ως κάποιος που υπέφερε από πολλαπλά στρατιωτικά πραξικοπήματα κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε δεκαετιών, είναι ιδιαίτερα προσβλητικό να κατηγορούμαι ότι έχω οποιαδήποτε σχέση με μια τέτοια απόπειρα».
Αν και ο Τούρκος Πρόεδρος είχε ζητήσει επανειλημμένα την έκδοσή του, το αίτημα δεν έγινε ποτέ δεκτό από τις ΗΠΑ. Το 2017, μιλώντας στο Reuters από το περιφραγμένο συγκρότημά του στα βουνά Pocono της Πενσυλβάνια, δήλωσε ότι δεν είχε σχέδια να διαφύγει από τις ΗΠΑ για να αποφύγει την έκδοσή του.
Ο πόλεμος για τη διαδοχή και τα δισεκατομμύρια
Σύμφωνα με τουρκικά ΜΜΕ, ο μεγαλύτερος επικριτής του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απεβίωσε σε νοσοκομείο στην Πενσιλβάνια σε ηλικία 83 ετών.
Η είδηση του θανάτου του αναρτήθηκε από τον λογαριασμό κοινωνικής δικτύωσης Herkul Nağme μέσω του οποίου δημοσιεύονται τα κηρύγματα του ιμάμη με την ανακοίνωση να αναφέρει πώς «ο δάσκαλός μας περπάτησε στον ορίζοντα της ψυχής του στις 21.20 το βράδυ, στις 20 Οκτωβρίου 2024, στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν για λίγο».
Σύμφωνα με τους οπαδούς του, το κίνημα του Γκιουλέν – γνωστό ως Hizmet, που σημαίνει «υπηρεσία» στα τουρκικά – επιδιώκει να διαδώσει το μετριοπαθές Ισλάμ με την προώθηση της εκπαίδευση δυτικού τύπου, τις ελεύθερες αγορές και τη διαθρησκευτική επικοινωνία. Η επιρροή του κινήματος εξαπλώθηκε πέρα από τα σύνορα της Τουρκίας στην κεντρική Ασία, τα Βαλκάνια, την Αφρική και τη Δύση.
Με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να μετρά μείον έναν εχθρό, στον πυρήνα των Γκιουλενιστών άρχισαν τα όργανα για τη διαδοχή του, τον έλεγχο των ιδρυμάτων που ελέγχει η οργάνωση σε όλο τον κόσμο και τα περιουσιακά στοιχεία της οργάνωσης τα οποία υπολογίζονται σε δισεκατομμύρια δολάρια.
Μόνο ο τζίρος από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα στην Αμερική υπολογίζεται σε 200-250 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο. Επιπρόσθετα, η οργάνωση διαθέτει δεκάδες ακίνητα σε πολλές χώρες του κόσμου.