Τα τελευταία δημοσκοπικά ευρήματα εκτός του ότι επιβεβαιώνουν την πολιτική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας, αρχίζουν να περιγράφουν μια επιστροφή… στο παρελθόν. Το ΠΑΣΟΚ, μετά τις εσωκομματικές εκλογές, φαίνεται ότι πλέον φλερτάρει με το ποσοστό κοντά στο 20%, γεγονός που το καθιστά κύριο αντιπολιτευτικό πόλο.
Αυτή η νέα εικόνα του πολιτικού παιχνιδιού φαίνεται ότι επαναφέρει τα πράγματα στην προ του 2012 εικόνα. Το έτος αυτό ήταν σημείο καμπής για τον μεταπολιτευτικό δικομματισμό. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ακόμα και ο ηττημένος της μάχης ΝΔ- ΠΑΣΟΚ κατάφερνε να κρατηθεί σε ποσοστό που υπερέβαιναν το 30% και ορισμένες φορές πλησίαζαν ακόμα και το 40%. Η οικονομική κρίση και τα μνημόνια ήταν η βόμβα που γκρέμισε τα θεμέλια αυτής της παράδοσης. Το δίπολο Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ γκρεμίστηκε και το παράδοξο ήταν ότι αυτό έγινε όταν για πρώτη φορά στην ιστορία τους τα δύο κόμματα συνεργάστηκαν κυβερνητικά.
Η αλματώδης άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε ριζικά τα δεδομένα, έφτασε το ΠΑΣΟΚ στα όρια του πολιτικού αφανισμού, ενώ για τη ΝΔ, αν και η πτώση δεν ήταν τόσο θεαματική, στις εκλογές του 2015 κατέγραψε το ιστορικό χαμηλό της.
Το ευνοϊκό γεγονός για τα δύο κόμματα του παραδοσιακού δικομματισμού είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε ως πολιτικός κομήτης, με εντυπωσιακή άνοδο, αλλά εξίσου εντυπωσιακή πτώση. Το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή εμφανίζει όμως διαλυτικά φαινόμενα δεν δίνει αυτομάτως στους δύο κύριους παίκτες τη θέση που είχαν σε όλη τη μεταπολιτευτική ιστορία.
Η πλάνη της «ιδιοκτησίας» πολιτικών χώρων
Παρά τα όσα πάντα θα ήθελαν να πιστεύουν τα κομματικά επιτελεία «ιδιοκτήτες» πολιτικών χώρων δεν υπάρχουν. Και με δεδομένο ότι εδώ και μία εικοσαετία και πλέον οι ταυτίσεις των πολιτών με τους κομματικούς μηχανισμούς είναι από χαλαρές έως ανύπαρκτες, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι οι ψήφοι που κερδίζει σε μια συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία θα του ανήκουν δια παντός. Το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι αρκούντως διδακτικό.
Σε αυτή την πολιτική συγκυρία αν και η κυριαρχία της ΝΔ δεν αμφισβητείται από κανέναν είναι η μόνη που πρέπει να είναι σε εγρήγορση για απώλειες και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά.
Είναι γεγονός επίσης ότι η ΝΔ ότι ήταν να κερδίσει από τον ΣΥΡΙΖΑ το κέρδισε και μάλιστα εμφατικά ήδη από το 2019, καθώς μπόρεσε να πείσει τους κεντρώους ότι αυτή είναι η αξιόπιστη λύση. Τα κέρδη της πλέον από τον φυλλορροούντα ΣΥΡΙΖΑ είναι πενιχρά.
Η ΝΔ με το βλέμμα κυρίως προς τα δεξιά της
Το στοίχημα της ΝΔ τίθεται στα δεξιά της. Αυτός ο χώρος φαίνεται ότι αποκτά ιδιαίτερη δυναμική τα τελευταία χρόνια και είναι προφανές ότι στοχεύει στις νεοδημοκρατικές ψήφους. Αυτή είναι η κύρια ανησυχία στον κυβερνητικό επιτελείο, ανησυχία που έρχεται παράλληλα με το «αγκάθι» Σαμαρά, ο οποίος ουσιαστικά έρχεται να εκφράσει με παρόμοια επιχειρηματολογία την από δεξιών αμφισβήτηση, με κύριο άξονα τα εθνικά θέματα.
Είναι βέβαιο ότι το Μαξίμου δεν θα επιδιώξει ανοιχτή σύγκρουση με τον πρώην πρωθυπουργό, αλλά είναι εμφανές από τις τελευταίες δηλώσεις πρωθυπουργού και κυβερνητικού εκπροσώπου ότι τίθενται οι γραμμές της «ανοχής» τις δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού.
Είναι ήδη εμφανές ότι η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να πείσει το ακροατήριο της ότι η ρητορική περί «ενδοτικότητας» τα εθνικά θέματα είναι άνευ περιεχομένου, ενώ πυκνώνουν οι αναφορές τόσο στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού, όσο και στο θέμα της ασφάλειας που βρίσκονται ψηλά στα ενδιαφέροντα των ψηφοφόρων δεξιά της ΝΔ.
Προβληματική η λογική του «ώριμου φρούτου»
Το ΠΑΣΟΚ διανύει μια περίοδο ευφορίας καθώς πέρασε τον σκόπελο των εσωκομματικών εκλογών χωρίς κραδασμούς και χωρίς να αλλάξει η ηγεσία εμφανίζει να κεφαλαιοποιεί πολιτικά το αποτέλεσμα. Αυτή η πορεία έχει όμως παγίδες.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που θα πρέπει να εξετάσει η ηγεσία είναι γιατί εμφανίζει μια αδυναμία να κερδίσει το μεγαλύτερο μέρος της απώλειας που εμφανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς τα τελευταία τρία χρόνια κατάφερε να επαναπατρίσει μικρό ποσοστό ψήφων που είχαν χαθεί στα χρόνια της κρίσης. Η μεγάλη παγίδα είναι να επικρατήσει η λογική του «ώριμου φρούτου», δηλαδή να αναμένει το ΠΑΣΟΚ να έρχονται οι ψήφοι από τον ΣΥΡΙΖΑ, ελλείψει άλλης πολιτικής εναλλακτικής στο χώρο της κεντροαριστεράς. Το ΠΑΣΟΚ χρειάζεται ένα σαφές και συνεκτικό κυβερνητικό πρόγραμμα, ώστε να πείσει ως πολιτική δύναμη που είναι έτοιμη να κυβερνήσει. Και αυτό ακόμα δεν το έχει καταφέρει, αν και οι εξαγγελίες του προέδρου του βρίσκονται προς αυτή την κατεύθυνση.
Το πολιτικό σκηνικό επέστρεψε οριστικά στα προ της κρίσης δεδομένα; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με ασφάλεια, αν και οι ενδείξεις προς αυτό συντείνουν. Δεν βρισκόμαστε όμως ούτε στο 1981, ούτε στο 1996, ούτε στο 2004. Η γλώσσα, η επικοινωνία, οι ανάγκες έχουν αλλάξει και αυτό πρέπει να είναι σαφές στα κομματικά επιτελεία να θέλουν να δομήσουν την στρατηγική τους για το μέλλον. Τα πολιτικά «μπαλκόνια», οι επιτηδευμένες οξύτητες, τα «παραδοσιακά» συνθήματα δεν φαίνεται να έχουν πλέον κοινό. Οι πολίτες αναζητούν απαντήσεις που θα κάνουν καλύτερη τη ζωή τους και θα τους επιτρέψουν να ονειρευτούν και να σχεδιάσουν με ασφάλεια το μέλλον τους. Αυτή είναι η πρόκληση για τους δύο μονομάχους και είναι στο χέρι τους να δώσουν απαντήσεις. Και έχουν πλέον πρόσφατες μνήμες τους πώς μπορεί να εξαϋλωθούν τα ποσοστά σου, αν ο κόσμος θεωρήσει ότι βρίσκεσαι μακριά από τις ανάγκες του.