Επιστολή στην οποία τονίζει ότι «είναι ευκταίο να μην προκρίνονται αντιδράσεις, όπως η αποχή, ιδίως από υποθέσεις μείζονος σπουδαιότητας» απέστειλε ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχάλης Πικραμένος προς τον πρόεδρο της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας και πρόεδρο του ΔΣΑ Δημήτρη Βερβεσό, με αφορμή την πρόταση της Συντονιστικής της Ολομέλειας των Δικηγόρων για αποχή ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ έως την 31η Δεκεμβρίου.
Η επιστολή έχει ως εξής:
«Αξιότιμε κ. Πρόεδρε,
Με αφορμή την από 11.11.2024 απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος να προτείνει στους Δικηγορικούς Συλλόγους της Χώρας την αποχή των μελών τους από δίκες ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας έως 31.12.2024, επιθυμώ να σημειώσω τα ακόλουθα: Το δικαίωμα άσκησης κριτικής στις δικαστικές αποφάσεις είναι αυτονόητο, ιδίως όταν προέρχεται από θεσμικό όργανο των συλλειτουργών της δικαιοσύνης, όπως είναι η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων. Αυτονόητο είναι επίσης το δικαίωμα του ως άνω οργάνου να αποφασίζει τον τρόπο δράσης για τη διεκδίκηση των αιτημάτων του. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει εκκινήσει μια μεγάλη προσπάθεια, διατηρώντας την ποιότητα των αποφάσεών του, να περιορίσει την εκκρεμότητα και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα καθυστέρησης. Η προσπάθεια περιλαμβάνει παρεμβάσεις μεταξύ άλλων α) στη δικονομία (με την εισαγωγή της νέας εμπροσθοβαρούς διαδικασίας), β) στην ψηφιοποίηση (με την υλοποίηση του νέου πληροφοριακού συστήματος και την εισαγωγή εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης), γ) στη στελέχωση του Δικαστηρίου με υποστηρικτικό προσωπικό (με την πρόσληψη επίκουρων των δικαστών και νέων δικαστικών υπαλλήλων), δ) στην κατανομή των υποθέσεων μεταξύ των δικαστικών λειτουργών(ισοβαρής επιβάρυνση με αυτοματοποιημένο τρόπο), ε) στη διαχείριση του φόρτου εργασίας (με την εισαγωγή στοχοθεσίας για κάθε δικαστικό λειτουργό και την παρακολούθηση υλοποίησης της).
Προς τον σκοπό της άμεσης επίλυσης σοβαρών προβλημάτων της κοινωνίας, οι υποθέσεις μείζονος κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος που αφορούν μεγάλες κατηγορίες πολιτών εισάγονται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Προσφάτως η διαδικασία ενώπιον της Ολομέλειας έχει αποκτήσει πιο σύγχρονο περιεχόμενο για να ενισχυθεί ο διάλογος μεταξύ δικαστών και δικηγόρων προς όφελος της αιτιολογίας των αποφάσεων και εν τέλει των διαδίκων και της κοινωνίας. Ενόψει των ανωτέρω, θεωρώ, κύριε Πρόεδρε, ότι οι δικηγόροι ως συλλειτουργοί της δικαιοσύνης, που έχουν ευθύνη απέναντι στους διαδίκους, στους πολίτες και το κοινωνικό σύνολο, πρέπει να είναι αρωγοί στη μεγάλη προσπάθεια για επίκαιρη επίλυση των διαφορών. Στο πλαίσιο αυτό είναι ευκταίο να μην προκρίνονται αντιδράσεις, όπως η αποχή, ιδίως από υποθέσεις μείζονος σπουδαιότητας. Αποχή η οποία όχι μόνο δεν νοείται σε ένα Κράτος Δικαίου να συνδέεται με την αιτιολόγηση μιας δικανικής κρίσης (που βεβαίως υπόκειται ακόμα και σε δριμεία κριτική), αλλά, το κυριότερο, συντελεί στην αναποτελεσματικότητα απονομής της δικαιοσύνης, με εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες για τους διαδίκους και ευρύτερα για την κοινωνική ειρήνη και ευρυθμία».
Η αφορμή της αποχής
Αφορμή για την αντιπαράθεση ΣτΕ -δικηγόρων αποτέλεσε η αναφορά στο νομικό όρο «λαϊκή αγωγή», σε δύο αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που εκδόθηκαν μετά από αιτήσεις ακύρωσης του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
Ειδικότερα, πρόσφατα η Ολομέλεια του ΣτΕ με δύο αποφάσεις της έκρινε, κατά πλειοψηφία (σ.σ.: μειοψήφησαν μια αντιπρόεδρος και 6 σύμβουλοι Επικρατείας) ότι ΔΣΑ δεν έχει έννομο συμφέρον αφενός να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεων του υπουργού Δικαιοσύνης περί διορισμού του αντιπροέδρου, αναπληρωτή αντιπροέδρου, δύο τακτικών και δύο αναπληρωματικών μελών της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.) και αφετέρου να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεων του υφυπουργού στον Πρωθυπουργό περί διορισμού προέδρου, αντιπροέδρου και 6 μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.).
Στο σκεπτικό το δύο αυτών αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ (αριθ. 1641 και 1639/2024) με πρόεδρο την Ευαγγελία Νίκα (συνταξιοδοτήθηκε), μεταξύ των άλλων αναφέρεται, ότι δεν νομιμοποιείται ο ΔΣΑ να προσφύγει στο ΣτΕ κατά ατομικών διοικητικών πράξεων, που αφορούν συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα, όπως είναι η επιλογή «τρίτων προσώπων σε δημόσια θέση, καθόσον, υπό τις περιστάσεις αυτές, η αίτηση θα προσελάμβανε τον χαρακτήρα λαϊκής αγωγής».
Η αναφορά αυτή στις αποφάσεις του ΣτΕ περί «λαϊκής αγωγής» προκάλεσε την καθολική πανελλαδική αντίδραση του δικηγορικού κόσμου.