Κηδεύτηκε σήμερα ο Σβεν Γκόραν Ερικσον, που έχασε πρόσφατα τη μάχη με τον καρκίνο. Η τελετή έγινε στην μικρή πόλη Τόρσμπι (με λιγότερους από πέντε χιλιάδες κατοίκους, κοντά στα σύνορα με τη Νορβηγία) όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια.
Το παρών στην κηδεία έδωσε και ο Ντέιβιντ Μπέκαμ, με τον οποίο είχαν συνεργαστεί στην Εθνική Αγγλίας.
Ο Σουηδός υπήρξε ένας από τους κορυφαίους προπονητές της Ευρώπης τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 και το 2001 έγινε ο πρώτος ξένος τεχνικός που ανέλαβε την εθνική Αγγλίας, με την οποία έφτασε ως τα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2002 και το 2006, αλλά και του EURO 2004.
Στην τελετή παρέστησαν εκατοντάδες άτομα, απ’ όλο τον κόσμο, μεταξύ αυτών η πολιτική ηγεσία της χώρας, αλλά και ο Ντέιβιντ Μπέκαμ, με τον οποίο είχε στενή φιλία. Στις αρχές του χρόνου, ο Ερικσον είχε ανακοινώσει ότι πάσχει από καρκίνο τελικού σταδίου στο πάγκρεας, ενώ πρόσφατα αποχαιρέτησε τους φιλάθλους με ένα συγκινητικό βίντεο που αναρτήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Γεννημένος στις 5 Φεβρουαρίου 1948 στην πόλη Σούνε της Σουηδίας, ο Σβεν Γκόραν Ερικσον είχε μία μάλλον αδιάφορη καριέρα ως ποδοσφαιριστής και εγκατέλειψε τα γήπεδα σε ηλικία 25 ετών. Η αγάπη του για το ποδόσφαιρο, όμως, τον οδήγησε να ασχοληθεί με την προπονητική, ξεκινώντας ως βοηθός προπονητής της Ντάγκερφορς, στην 3η κατηγορία του σουηδικού πρωταθλήματος και το 1979 έκανε το μεγάλο «άλμα» στην καριέρα του και ανέλβε προς γενική έκπληξη την Γκέτεμποργκ, όπου και αρχίζει να «φτιάχνει» το όνομά του.
Κατέκτησε δύο φορές το κύπελλο Σουηδίας και το 1982 αφήνει άφωνη την ποδοσφαιρική Ευρώπη, οδηγώντας την ομάδα του στην κατάκτηση του Κυπέλλου UEFA, με δύο νίκες στον τελικό απέναντι στο Αμβούργο (την ομάδα δηλαδή που ένα χρόνο αργότερα κέρδισε στην Αθήνα το Κύπελλο Πρωταθλητριών!).
Ο ευρωπαϊκός θρίαμβος της Γκέτεμποργκ υπήρξε το «διαβατήριο» για την… εκτόξευση του Ερικσον. Το ίδιο καλοκαίρι αναλαμβάνει την Μπενφίκα, με την οποία κατακτά σε δύο χρόνια ισάριθμα πρωταθλήματα και ένα κύπελλο Πορτογαλίας, ενώ έφτασε ξανά ως τον τελικό του Κυπέλλου UEFA, χάνοντας αυτή τη φορά το τρόπαιο από την Άντερλεχτ.
Επόμενος «σταθμός» της καριέρας του ήταν το καμπιονάτο και η Ρόμα, στην οποία έμεινε τρία χρόνια και πανηγύρισε ένα κύπελλο Ιταλίας, για να ακολουθήσει μία μέτρια διετία στη Φιορεντίνα και η επιστροφή στην Μπενφίκα, την οποία οδήγησε ως τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1990 (ηττήθηκε 1-0 από την ανυπέρβλητη Μίλαν του Αρίγκο Σάκι), ενώ κατέκτησε άλλο ένα πρωτάθλημα.
Το 1992 επέστρεψε στη Ιταλία για λογαριασμό της Σαμπντόρια, που μόλις είχε φτάσει «μια ανάσα» από τον τίτλο της πρωταθλήτριας Ευρώπης (χάνοντας τον τελικό από την Μπαρτσελόνα).
Έμεινε πέντε χρόνια στη Γένοβα, αλλά δεν μπόρεσε να οδηγήσει τους «μπλουτσερκιάτι» σε ανάλογες επιτυχίες, με εξαίρεση την κατάκτηση του κυπέλλου το 1994. Το 1997 ανέλαβε τη Λάτσιο, όπου πανηγύρισε πολύ μεγάλες επιτυχίες: δύο κύπελλα και δύο σούπερ καπ Ιταλίας, το Κύπελλο Κυπελλούχων και το Σούπερ Καπ Ευρώπης το 1999 και κυρίως το πρωτάθλημα του 2000, μόλις το δεύτερο -και τελευταίο μέχρι σήμερα- στην ιστορία του συλλόγου της Ρώμης.
Πριν καν αποχωρήσει από τη Λάτσιο, απ’ όπου απολύθηκε τον Ιανουάριο του 2001, ο Έρικσον είχε συμφωνήσει να αναλάβει την εθνική Αγγλίας, αντικαθιστώντας τον Κέβιν Κίγκαν.
Στη συνέχεια ανέλαβε τη Μάντσεστερ Σίτι. Ακολούθως είχε ένα αποτυχημένο πέρασμα από την εθνική ομάδα του Μεξικού, ανέλαβε για ένα διάστημα τεχνικός διευθυντής στη Νοτς Κάουντι και επανήλθε στους πάγκους ως ομοσπονδιακός τεχνικός της Ακτής Ελεφαντοστού για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010. Κοουτσάρισε για ένα χρόνο τη Λέστερ στην Τσάμπιονσιπ και ολοκλήρωσε την προπονητική σταδιοδρομία του σε ομάδες της Κίνας (Γκουανγκζού R&F, Σανγκάη SIPG, Σενζέν) και στην εθνική ομάδα των Φιλιππίνων.