Σε μεγάλο «πονοκέφαλο» για την κυβέρνηση της ΝΔ εξελίσσεται η πορεία για το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Παρά τις διακηρύξεις περί αλλαγής παραγωγικού μοντέλου, η συνολική κατάσταση στην ελληνική οικονομία δε φαίνεται να παρουσιάζει ιδιαίτερες μεταβολές, κάτι που αποτυπώνεται και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο αντανακλά τα βασικά επίδικα που κυριαρχούν στην ελληνική οικονομία.
Πάντως, στα χρόνια της κυβέρνησης Μητσοτάκη λαμβάνει χώρα μια χειροτέρευση για το έλλειμμα, κάτι που αποτελεί σημαντικό κίνδυνο. Άλλωστε τις κατά την προ μνημονιακής κρίσης εποχή, υπήρχε πολύ μεγάλο ζήτημα.
Την προβληματική κατάσταση επισημαίνουν και άλλοι παρατηρητές. Όπως για παράδειγμα το ΚΕΠΕ, το οποίο καταγράφει, σε ανάλυσή του που δημοσιεύτηκε πρόσφατα πως την περίοδο μεταξύ 2020-23, καταγράφεται μια αναζωπύρωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Ειδικότερα, το μέσο ετήσιο επίπεδο ελλείμματος ήταν 7,5% του ΑΕΠ, ενώ σε απόλυτα μεγέθη διαμορφώθηκε σε 14,61 δισ. ευρώ.
Την περασμένη Παρασκευή, η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοίνωσε ότι το έλλειμμα είναι στα 8,6 δισ. ευρώ στο 7μηνο του 2024. Συνεπώς το «αγκάθι» παραμένει και φέτος, κάτι που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να έχει ταρακουνήσει για τα καλά το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
Πληθωρισμός: Στο 2,2% τον Αύγουστο στην ευρωζώνη – Στο 3,2% στην Ελλάδα
Το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών στα χρόνια της κρίσης
Ας δούμε το τι συνέβη κατά τα προηγούμενα χρόνια. Σύμφωνα με την ανάλυση του ΚΕΠΕ, την πρώτη περίοδο μεταξύ 2007-08, κατά την οποία καταγράφεται ιστορικά υψηλό επίπεδο ελλείμματος άγγιξε το 15,15% του ΑΕΠ, ενώ σε απόλυτα μεγέθη διαμορφώθηκε σε 35,95 δισ. ευρώ.
Την περίοδο μεταξύ 2009-12, καταγράφεται μια πορεία συρρίκνωσης του ελλείμματος. Ειδικότερα, το μέσο ετήσιο επίπεδο ελλείμματος στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών ήταν 8,69% του ΑΕΠ, ενώ σε απόλυτα μεγέθη διαμορφώθηκε σε 19,11 δισ. ευρώ.
Την περίοδο μεταξύ 2013-19, καταγράφεται ιστορικά χαμηλό επίπεδο ελλείμματος, καθότι ήταν στο 1,58% του ΑΕΠ, ενώ σε απόλυτα μεγέθη διαμορφώθηκε σε 2,82 δισ. ευρώ.
Είναι πέρα από προφανές ότι δημιουργείται ζήτημα για το τι μέλλει γενέσθαι, ενώ πολλοί παράγοντες, όπως η ΤτΕ, το ΙΟΒΕ, αλλά και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής έχουν αναφερθεί στο θέμα.
Το «αγκάθι» των εισαγωγών
Αν και οι εξαγωγές αυξάνονται όπως αναφέρει και το ΚΕΠΕ (όχι όσο υποσχόταν η κυβέρνηση όπως θα εξηγηθεί παρακάτω), υπάρχει ένα θέμα και με την άνοδο των εισαγωγών.
Το μέσο ετήσιο επίπεδο των εισαγωγών αγαθών ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 36,86%, μεταξύ 2020-23 και σε απόλυτα μεγέθη, το μέσο ετήσιο επίπεδο των εισαγωγών ήταν 72,16 δισ. ευρώ. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι εισαγωγές αγαθών το 2022 έφτασαν τα 93,31 δισ. ευρώ, ένα πολύ υψηλό ιστορικό επίπεδο!
Οι εισαγωγές αγαθών, και ειδικότερα οι εισαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία είναι ξεκάθαρα η προβληματική συνιστώσα για το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, όπως εξηγεί η ίδια ανάλυση. «Ένα τόσο υψηλό επίπεδο εισαγωγών αν δεν συνοδεύεται από το ίδιο επίπεδο εξαγωγών, εμποδίζει την χώρα να μεγεθυνθεί», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Τι δεν πάει καλά;
Παράλληλα, φαίνεται πως «η Ελλάδα παρουσιάζει υψηλή εισαγωγική εξάρτηση για την παραγωγή των εξαγωγών της, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες του Νότου της Ευρωζώνης», σύμφωνα με την έρευνα, στην οποία προστίθεται χαρακτηριστικά ότι «Αυτή η εξάρτηση, σε συνδυασμό με το υψηλό δημόσιο χρέος, θέτει την ελληνική οικονομία σε δυσμενή θέση στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, καθιστώντας την πιο ευάλωτη σε εξωτερικούς παράγοντες και τις οικονομικές διακυμάνσεις». Ούτε λίγο ούτε πολύ, η συγκεκριμένη συνθήκη αποτελεί μια απειλή για την ελληνική οικονομία.
«Το εισαγωγικό περιεχόμενο των ελληνικών εξαγωγών , ή αλλιώς η εισαγόμενη συνιστώσα των εξαγωγών, αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική μεταβλητή, καθώς αντανακλά τον βαθμό εξάρτησης της ελληνικής παραγωγής από ξένα ενδιάμεσα αγαθά που απαιτούνται για την παραγωγή των εξαγόμενων προϊόντων. Όσο υψηλότερη είναι η τιμή της μεταβλητής, τόσο περισσότερα ενδιάμεσα αγαθά χρειάζεται να εισάγει η ελληνική οικονομία για την παραγωγή των εξαγόμενων αγαθών, γεγονός που μειώνει την προστιθέμενη αξία της εγχώριας παραγωγής και επιβαρύνει το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών», σύμφωνα με το ΚΕΠΕ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 2020 το εισαγωγικό περιεχόμενο των εξαγωγών ανήλθε στο 36,5%, παρουσιάζοντας αύξηση 18,23% σε σύγκριση με την περίοδο 2013-2019.
Την ίδια στιγμή, οι ισχυρές οικονομίες της Ευρωζώνης παρουσιάζουν χαμηλότερα ποσοστά στην εν λόγω μεταβλητή, με τη Γερμανία στο 23,35%, τη Γαλλία στο 23,80%, την Ιταλία στο 24% και την Ισπανία στο 25%.
Ο στόχος της κυβέρνησης
Υπενθυμίζεται ότι ο στόχος του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης ήταν να τεθεί ο πήχης στα 70 δισ. ευρώ το 2023, από τα 55,76 δισ. ευρώ, που είχε διαμορφωθεί η αξία τους το 2022. Ωστόσο, τα πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η συνολική αξία των εξαγωγών κατά το 2023 ανήλθε στο ποσό των 50,92 δισ. ευρώ, έναντι 55,76 δισ. ευρώ το 2022, παρουσιάζοντας μείωση 8,7% ή κατά 5,29 δισ. ευρώ. Επί της ουσίας, η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έχει απλώς απωλέσει τον στόχο που είχε θέσει, αλλά έχει βάλει πλώρη για την αντίθετη πορεία.