Την πρώτη συζήτηση που είχε με τον Ντόναλντ Τραμπ το 2017 μοιράστηκε στα απομνημονεύματά της που δημοσιεύτηκαν την Πέμπτη (21/11) η Άνγκελα Μέρκελ.
Η πρώην καγκελάριος της Γερμανίας περιγράφει στα αποσπάσματα του νέου της βιβλίου με τίτλο «Ελευθερία», τον νεοεκλεγέντα Αμερικανό πρόεδρο «γοητευμένο από «ηγέτες με απολυταρχικές τάσεις».
Όπως αφηγείται «κατά την πρώτη συνάντησή τους στην Ουάσινγκτον τον Μάρτιο του 2017, λίγο μετά την εγκατάσταση του Ντόναλντ Τραμπ για την πρώτη του θητεία στον Λευκό Οίκο της «έθεσε σειρά ερωτήσεων, κυρίως για την καταγωγή μου από την Ανατολική Γερμανία και για τις σχέσεις μου με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, που φαινόταν να τον εντυπωσιάζει».
«Τα επόμενα χρόνια, είχα την εντύπωση πως οι ηγέτες με απολυταρχικές τάσεις του ασκούσαν μια ορισμένη γοητεία» συνεχίζει στο βιβλίο της με τίτλο “Freihert” (Ελευθερία) που θα κυκλοφορήσει στις 26 Νοεμβρίου σε μια σειρά από χώρες.
«Δεν μου άφησε καλό προαίσθημα»
Η πρώτη συνάντησή της με τον Τραμπ την άνοιξη του 2017 δεν της άφησε «καλό προαίσθημα» αναφέρει.
Κατά τη συνάντησή τους, επέκρινε τη Γερμανία, την οποία κατηγορούσε ότι καταστράφηκε από την υποδοχή προσφύγων το 2015 και το 2016, ότι ήταν φειδωλή στις αμυντικές δαπάνες και ότι υιοθετούσε πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού. Έβλεπε ιδίως την ισχυρή παρουσία γερμανικών αυτοκινήτων στη Νέα Υόρκη ως «αγκάθι».
Σύμφωνα με την ίδια, ο Τραμπ αντιδρούσε «παρορμητικά» και δεν άκουγε τα επιχειρήματά της παρά μόνο για να «τα μετατρέψει σε νέες επικρίσεις».
«Η επίλυση των προβλημάτων δεν φαινόταν να είναι ο αντικειμενικός του σκοπός» σημειώνει.
Φεύγοντας από την Ουάσινγκτον, η καγκελάριος είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως η «συνεργασία για έναν διασυνδεδεμένο κόσμο δεν ήταν δυνατή με τον Τραμπ» πεπεισμένο πως η επιτυχία του εξαρτιόταν «από την αποτυχία των άλλων».
Τον Ιούνιο του 2017, ο Τραμπ ανακοίνωσε στην Μέρκελ διά τηλεφώνου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρονταν από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα.
«Η απόφαση αυτή, που ερχόταν σε σύγκρουση με τις προσπάθειές μου να καταστήσω το κλίμα κεντρικό θέμα της G20, ήταν ένα σκληρό χτύπημα», παραδέχεται η Άνγκελα Μέρκελ.