Αποφασισμένος να «υπερασπιστεί τη σταθερότητα και την εδαφική ακεραιότητα» της Συρίας δηλώνει ο πρόεδρος Μπασάρ αλ Άσαντ την ώρα που οι αντάρτες έχουν θέσει υπό τον έλεγχό τους το μεγαλύτερο τμήμα της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της χώρας, το Χαλέπι.
Ο Άσαντ δήλωσε ακόμη στα πρώτα δημόσια σχόλια μετά από την έναρξη της επίθεσης ότι το καθεστώς θα νικήσει τους «τρομοκράτες και τους υποστηρικτές τους», την ώρα που έντονη είναι η φημολογία για πραξικόπημα σε βάρος του.
Το Σάββατο (30/11) χιλιάδες αντάρτες κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος του Χαλεπιού, ελέγχοντας το αεροδρόμιό του, προτού επεκτείνουν την επίθεση-σοκ σε μια κοντινή επαρχία.
Αντιμετώπισαν ελάχιστη έως καθόλου αντίσταση από τα κυβερνητικά στρατεύματα, σύμφωνα με μαχητές και ακτιβιστές.
Χιλιάδες μαχητές κατέλαβαν επίσης πόλεις και χωριά στη βόρεια Χάμα, μια επαρχία όπου είχαν παρουσία πριν εκδιωχθούν από τα κυβερνητικά στρατεύματα το 2016.
Η ταχεία και αιφνιδιαστική επίθεση αποτελεί τεράστια αμηχανία για τον Άσαντ και εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ετοιμότητα των ενόπλων δυνάμεών του.
Οι αντάρτες, με επικεφαλής τη σαλαφιστική τζιχαντιστική οργάνωση Hayat Tahrir al Sham, και συμπεριλαμβανομένων μαχητών που υποστηρίζονται από την Τουρκία, εξαπέλυσαν την επίθεση-σοκ την Τετάρτη (27/11).
Αρχικά πραγματοποίησαν μια διμέτωπη επίθεση στο Χαλέπι και την ύπαιθρο του Ιντλίμπ, ενώ εισήλθαν στο Χαλέπι δύο ημέρες αργότερα.
Μέχρι το βράδυ του Σαββάτου είχαν καταλάβει τουλάχιστον τέσσερις πόλεις στην κεντρική επαρχία Χάμα και ισχυρίστηκαν ότι είχαν εισέλθει στην πρωτεύουσα της επαρχίας.
Τουλάχιστον 327 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων 44 άμαχοι, έχουν σκοτωθεί από την έναρξη της επιχείρησης την Τετάρτη, ανέφερε το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (SOHR) που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Χιλιάδες άνθρωποι φέρονται επίσης να έχουν εκτοπιστεί μετά την κλιμάκωση της βίας.
Υπενθυμίζεται ότι οι αντάρτες πραγματοποίησαν μια προσπάθεια να ανακτήσουν περιοχές που έλεγχαν στη Χάμα το 2017, αλλά απέτυχαν.
Το υπουργείο Άμυνας της Ρωσίας δήλωσε ότι η πολεμική της αεροπορία πραγματοποίησε πλήγματα κατά των Σύρων ανταρτών για την υποστήριξη του στρατού της χώρας, μετέδωσαν ρωσικά πρακτορεία ειδήσεων.
Το κρατικό ρωσικό Κέντρο για τη συμφιλίωση των εχθρικών μερών στη Συρία δήλωσε ότι οι πυραυλικές και βομβαρδιστικές επιδρομές είχαν στόχο «συγκεντρώσεις μαχητών, θέσεις διοίκησης, αποθήκες και θέσεις πυροβολικού» στις επαρχίες Χαλέπι και Ιντλίμπ. Υποστήριξε ότι περίπου 300 αντάρτες μαχητές είχαν σκοτωθεί.
Τα πλήγματα ακολούθησαν την πιο τολμηρή επίθεση των ανταρτών εδώ και χρόνια σε έναν εμφύλιο πόλεμο όπου οι γραμμές του μετώπου είχαν σε μεγάλο βαθμό παγώσει από το 2020.
Λευκός Οίκος: «Παρακολουθούμε την κατάσταση»
Σε δήλωση του Λευκού Οίκου αναφέρεται ότι οι ΗΠΑ «παρακολουθούν στενά την κατάσταση».
«Η συνεχιζόμενη άρνηση του καθεστώτος Άσαντ να συμμετάσχει στην πολιτική διαδικασία που περιγράφεται στην απόφαση 2254 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και η εξάρτησή του από τη Ρωσία και το Ιράν δημιούργησαν τις συνθήκες που εκτυλίσσονται τώρα, συμπεριλαμβανομένης της κατάρρευσης των γραμμών του καθεστώτος Άσαντ στη βορειοδυτική Συρία.
«Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν καμία σχέση με αυτή την επίθεση.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με τους εταίρους και τους συμμάχους τους, προτρέπουν για αποκλιμάκωση, προστασία των αμάχων και των μειονοτικών ομάδων και μια σοβαρή και αξιόπιστη πολιτική διαδικασία που μπορεί να τερματίσει αυτόν τον εμφύλιο πόλεμο μια για πάντα με μια πολιτική διευθέτηση σύμφωνη με την απόφαση 2254 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ».
Η απόφαση 2254 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εγκρίθηκε ομόφωνα τον Δεκέμβριο του 2015 – ζητώντας κατάπαυση του πυρός και πολιτική διευθέτηση στη Συρία. Ωστόσο, δεν έχει σημειωθεί πραγματική πρόοδος για την εφαρμογή του ψηφίσματος.