Τις πρωθυπουργικές ανακοινώσεις στη ΔΕΘ επικρίνει με ανακοίνωσή του το ΚΚΕ.
«Όσο κι αν προσπαθούν η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός, στριμωγμένοι από τη λαϊκή δυσαρέσκεια, να εμφανιστούν ότι στοχεύουν στη «μείωση των ανισοτήτων» και τη «σύνδεση της ανάπτυξης με το εισόδημα», η πραγματικότητα για τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, αφού αυτό επιβάλλουν οι κατευθύνσεις της ΕΕ και η κερδοφορία των ομίλων, τα οποία υπηρετεί με συνέπεια και κυνισμό η κυβερνητική πολιτική.
Αντί για «καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας», με αξιοπρεπείς αυξήσεις στους μισθούς και συλλογικές συμβάσεις, οι εργαζόμενοι βλέπουν τον μέσο μισθό τους να είναι κατά 14,81% μειωμένος σε σχέση με το 2011 και αυτό την ώρα που η ακρίβεια “σπάει κόκκαλα” και η κερδοφορία των εισηγμένων στο χρηματιστήριο επιχειρήσεων έχει αυξηθεί κατά 23,53% από το 2007 και καταγράφει συνεχώς νέα ρεκόρ. Ακόμη και το επίδομα ανεργίας μετατρέπεται σε ένα εργαλείο εκβιασμού των ανέργων για την αποδοχή θέσεων εργασίας χωρίς δικαιώματα.
Αντί για κατάργηση του ΦΠΑ και των άλλων δυσβάσταχτων φόρων στα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης, όπως στα τρόφιμα και την ενέργεια, η κυβέρνηση επιλέγει τη μείωση φόρων και εισφορών που τελικά θα ωφελήσει μόνο τη μεγάλη εργοδοσία που ζητά ακόμα πιο φθηνή εργατική δύναμη. Την ίδια στιγμή, τα φορολογικά έσοδα, τα οποία στη συντριπτική τους πλειοψηφία πληρώνει ο λαός με τους άμεσους και έμμεσους φόρους, έχουν εκτιναχθεί κατά 24,6 δισ. ευρώ τη διετία 2022-2023 σε σχέση με το 2007-2008.
Αντί για την κάλυψη των πιεστικών λαϊκών αναγκών στην υγεία, την παιδεία κλπ, οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν κατά μισό δισ. μέσα στο πρώτο 7μηνο του 2024 σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, την ώρα που το ΕΣΥ καταρρέει από τις ελλείψεις και στα σχολεία συγχωνεύονται πάνω από 1.000 τμήματα, ενώ ακόμα και η ανακαίνισή τους επαφίεται στη γενναιοδωρία των διαφόρων “χορηγών”, η οποία πάντα έχει ανταλλάγματα. Έτσι υπερκαλύπτονται οι στόχοι για τα θηριώδη “ματωμένα” πλεονάσματα που έχει συμφωνήσει η κυβέρνηση της ΝΔ με την ΕΕ και δεν αμφισβητούν τα υπόλοιπα κόμματα του συστήματος.
Αντί για κρατικά προγράμματα εξασφάλισης της εργατικής – λαϊκής και φοιτητικής στέγης, η κυβέρνηση προωθεί δοκιμασμένα προγράμματα για ελάχιστους, που θα πληρωθούν ξανά από τις τσέπες του λαού, ενώ είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα των τραπεζών και των κατασκευαστικών ομίλων.
Αντί για έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό πολιτικής προστασίας με έμφαση στην πρόληψη, η κυβέρνηση αξιοποιεί τις καταστροφές που η ίδια προκάλεσε με την πολιτική της ως «ευκαιρία» για νέες μπίζνες. Ταυτόχρονα προωθεί, στο όνομα της ατομικής ευθύνης, τη γενίκευση της υποχρεωτικής ασφάλισης ακινήτων την ώρα που η κρατική «ευθύνη» δεν μπορεί να ανακόψει μια πυρκαγιά να φτάσει στον αστικό ιστό της πρωτεύουσας.
Όλα τα παραπάνω δεν είναι θέμα ανικανότητας αλλά συνειδητών πολιτικών ταξικών επιλογών, που θυσιάζουν τις ανάγκες του λαού στο βωμό των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, των αντιλαϊκών προαπαιτούμενων του Ταμείου Ανάκαμψης, της περαιτέρω εμπλοκής της χώρας στους αμερικανοΝΑΤΟϊκούς σχεδιασμούς και της διαδικασίας μετατροπής της ευρωπαϊκής οικονομίας σε πολεμική.
Το κόστος αυτό το πληρώνουν ήδη πολύ ακριβά οι ευρωπαϊκοί λαοί, ανάμεσά τους και ο ελληνικός, με νέες αυξήσεις στις πολεμικές δαπάνες.
Πραγματική εργατική-λαϊκή αντιπολίτευση στην κυρίαρχη πολιτική υπάρχει και πρέπει να δυναμώσει, μόνο που αυτή δεν μπορεί να εκφραστεί από τα κόμματα της συναινετικής αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα του χώρου της αμαρτωλής σοσιαλδημοκρατίας, τα οποία βρίσκονται σε παρατεταμένη περιδίνηση και εκπέμπουν αυτή την αποκρουστική εικόνα ακριβώς εξαιτίας της σύμπλευσής τους με τους βασικούς πυλώνες της κυβερνητικής πολιτικής, που πλέον έχει γίνει αντιληπτή από μεγάλο μέρος του λαού.
Η πραγματική αντιπολίτευση εκφράστηκε και σήμερα στη Θεσσαλονίκη, με το μεγάλο συλλαλητήριο εργατικών συνδικάτων και φορέων, με αιτήματα που απαντούν στις πιεστικές ανάγκες επιβίωσης της λαϊκής οικογένειας. Το ΚΚΕ θα συνεχίσει, στη Βουλή και στην κοινωνία, να δίνει όλες του τις δυνάμεις για να ισχυροποιηθεί το ρεύμα αμφισβήτησης της κυρίαρχης πολιτικής, του σημερινού κράτους, για να ανοίξει ο δρόμος για τις ριζικές αλλαγές που έχει ανάγκη ο λαός και η χώρα».