Την στιγμή που τα επιτελεία και των δυο υποψηφίων προέδρων εργάζονται αδιάκοπα προκειμένου οι δύο μονομάχοι να είναι έτοιμοι για την τηλεμαχία , η δικηγόρος και διεθνολόγος Δρ. Ασπασία Αλιγιζάκη εκτιμά πώς τα τελικά εκλογικά αποτελέσματα θα διαμορφωθούν από τις ηγετικές ικανότητες και την προσωπικότητα που θα αναδείξουν οι δύο μονομάχοι καθώς « οι Αμερικανοί ψηφοφόροι παραδοσιακά δείχνουν να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στον χαρακτήρα και το ηγετικό προφίλ του εκάστοτε υποψήφιου Προέδρου».
Ωστόσο , Κάμαλα Χάρις και Ντόναλντ Τραμπ πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στις τοποθετήσεις τος καθώς ένα λάθος – ακόμη και φραστικό – «όπως για παράδειγμα αυτό του Φορντ κατά το ντιμπέιτ του με τον Κάρτερ (που έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται την τότε κυριαρχία της Σοβιετικής Ένωσης στην Ανατολική Ευρώπη) μπορεί να προσδώσει στον υποψήφιο που θα το διαπράξει την ετικέτα του «αναξιόπιστου» και να στοιχίσει την εκλογική νίκη του», αναφέρει .
Η στρατηγική Τραμπ και οι προσωπικές επιθέσεις
Το debate θεωρείται από κάποιους αναλυτές μία ευκαιρία για τον τέως Πρόεδρο των ΗΠΑ να ανακτήσει τη θέση του στην προεδρική κούρσα με τους συμβούλους του να συστήνουν στον Ντόναλντ Τραμπ να ρίξει τους τόνους και να μείνει μακριά από προσωπικές επιθέσεις .
Η δικηγόρος και διεθνολόγος Δρ. Ασπασία Αλιγιζάκη μιλώντας στο CNN Greece , υποστηρίζει πώς είναι πιθανό να ακολουθήσει την γνώριμη στρατηγική του όπως έκανε στις τηλεμαχίες του 2020 με τον Τζο Μπάιντεν και το 2016 με τη Χίλαρι Κλίντον. Η στρατηγική των προσωπικών επιθέσεων « μπορεί να είναι ακόμα πιο περίπλοκη όταν ο αντίπαλος είναι γυναίκα, όπως η Καμάλα Χάρις. Στην περίπτωση αυτή, οι επιθέσεις μπορεί να προκαλέσουν έντονες αντιδράσεις από το κοινό, ειδικά αν θεωρηθούν άδικες ή άνισες» , συμπληρώνει .
«Φωνές» κατά του Τραμπ στους κόλπους των Ρεπουμπλικανών
«Απειλή για τη δημοκρατία» ο Τραμπ, δήλωσε ο Ρεπουμπλικάνος πολιτικός και πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ντικ Τσέινι, ο οποίος παράλληλα ανακοίνωσε πως θα καταψηφίσει τον υποψήφιο του κόμματός του, επιλέγοντας τη νυν αντιπρόεδρο και υποψήφια των Δημοκρατικών Κάμαλα Χάρις.
Οι εσωκομματικές εντάσεις είναι ανησυχητικές, ωστόσο «δεν είναι βέβαιο ότι θα του στοιχίσουν την προεδρία αν καταφέρει να ανακτήσει την υποστήριξη και να αναδείξει τα δυνατά του σημεία», αναφέρει η κα. Αλιγιζάκη. Ωστόσο δεν αποκλείεται να βγει κερδισμένος από την απόπειρα δολοφονία εναντίον του καθώς «η ψύχραιμη και δυναμική αντίδραση του πρώην προεδρικού υποψηφίου ενίσχυσε την εικόνα του ως μαχητή», προσθέτει.
Ο Τραμπ και οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις
Αν ο Ντόναλντ Τραμπ επανεκλεγεί, «η πολιτική του θα μπορούσε να έχει σημαντικές συνέπειες για την Ευρώπη και κατ’ επέκταση και στην Ελλάδα», εκτιμά η δικηγόρος και διεθνολόγος Δρ. Ασπασία Αλιγιζάκη καθώς κατά την περίοδο της προεδρικής του θητείας είχε στενές σχέσεις με τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ωστόσο η ενδεχόμενη επανεκλογή του «δεν εξασφαλίζει αναγκαστικά την ίδια στενή συνεργασία», συμπληρώνει και υπογραμμίζει ότι η δημιουργία μιας στενής αλληλεπίδρασης Ελλάδας -ΗΠΑ «θα μπορούσε να οδηγήσει τις ΗΠΑ στην ενίσχυση της Ελλάδας, προκειμένου να διασφαλιστούν τα συμφέροντά τους στην περιοχή, ειδικά αν η Τουρκία συνεχίσει να επιδεικνύει αναθεωρητική στάση και απειλεί να τα διαταράξει προκαλώντας αναταράξεις στην περιοχή».
Οποιες και αν είναι οι προσωπικές συμπάθειες των ηγετών «τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους ή εχθρούς, μόνο σταθερά συμφέροντα», καταλήγει.
ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Την ώρα που οι δύο μονομάχοι ετοιμάζονται για την πρώτη τους τηλεμαχία, η Κάμαλα Χάρις και ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζονται σχεδόν ισόπαλοι στις δημοσκοπήσεις. Το debate μπορεί να κρίνει τις αμερικανικές εκλογές;
Οι τηλεμαχίες έχουν αποδειχθεί καθοριστικές στις αμερικανικές εκλογές, ειδικά όταν οι υποψήφιοι είναι κοντά στις δημοσκοπήσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ντιμπέιτ του 1980 μεταξύ του Ρόναλντ Ρέιγκαν και του Τζίμι Κάρτερ, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου οικονομικών δυσκολιών και της κρίσης ομηρίας στο Ιράν. Ο Κάρτερ, που είχε υποστεί κριτική για τον χειρισμό αυτής της κρίσης, είδε τη δυναμική να αλλάζει υπέρ του Ρέιγκαν, ο οποίος με την ψύχραιμη και χαρισματική του στάση κέρδισε τις εντυπώσεις. Αυτό το debate συνέβαλε στην ευρεία νίκη του Ρέιγκαν στις εκλογές.
Παρόμοια, οι τηλεμαχίες του 2020 μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Τζο Μπάιντεν επηρέασαν σημαντικά την έκβαση των εκλογών, με τον Μπάιντεν να κερδίζει έδαφος, παρουσιάζοντας μια πιο ήρεμη, ψύχραιμη στάση σε σύγκριση με τον επιθετικότερο Τραμπ. Σήμερα, με την Καμάλα Χάρις και τον Τραμπ σε απόσταση αναπνοής – όπως δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις – η τηλεμαχία θα μπορούσε να είναι καθοριστική, όπως ήταν και σε προηγούμενες περιπτώσεις. Οι ηγετικές ικανότητες και η προσωπικότητα που θα αναδείξουν θα παίξουν κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση των τελικών εκλογικών αποτελεσμάτων, ιδίως καθώς οι Αμερικανοί ψηφοφόροι παραδοσιακά δείχνουν να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στον χαρακτήρα και το ηγετικό προφίλ του εκάστοτε υποψήφιου Προέδρου.
Επίσης, ένα λάθος – ακόμη και φραστικό – όπως για παράδειγμα αυτό του Φορντ κατά το ντιμπέιτ του με τον Κάρτερ (που έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται την τότε κυριαρχία της Σοβιετικής Ένωσης στην Ανατολική Ευρώπη) μπορεί να προσδώσει στον υποψήφιο που θα το διαπράξει την ετικέτα του «αναξιόπιστου» και να στοιχίσει την εκλογική νίκη του ιδίως αφού θα είναι το ένα και μοναδικό ντιμπέιτ μέχρι τις εκλογές.
Εκτιμάτε πώς ο Ντόναλντ Τραμπ θα ακολουθήσει τη γνώριμη στρατηγική του συνεχίζοντας τις προσωπικές επιθέσεις ή θα ακούσει τις συστάσεις των συμβούλων του να επικεντρωθεί στην κριτική της πολιτικής του κόμματος;
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πιθανό να συνεχίσει τη στρατηγική των προσωπικών επιθέσεων, όπως έκανε στις τηλεμαχίες του 2020 με τον Τζο Μπάιντεν και το 2016 με τη Χίλαρι Κλίντον. Στην τηλεμαχία του 2016, οι επιθέσεις του Τραμπ κατά της Κλίντον, όπως η συνεχής αναφορά στη χρήση του προσωπικού της email και προσωπικές προσβολές, επηρέασαν την εικόνα του Τραμπ, αλλά του επέτρεψαν να κινητοποιήσει τη βάση του και να μετατοπίσει τη συζήτηση μακριά από τα δικά του αδύναμα σημεία. Ωστόσο, αυτές οι επιθέσεις δεν πάντα αποδίδουν θετικά, όπως φάνηκε και στην τηλεμαχία του με τον Μπάιντεν το 2020, όπου το επιθετικό ύφος του δεν κατάφερε να επηρεάσει θετικά τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους.
Η στρατηγική των προσωπικών επιθέσεων μπορεί να είναι ακόμα πιο περίπλοκη όταν ο αντίπαλος είναι γυναίκα, όπως η Καμάλα Χάρις. Στην περίπτωση αυτή, οι επιθέσεις μπορεί να προκαλέσουν έντονες αντιδράσεις από το κοινό, ειδικά αν θεωρηθούν άδικες ή άνισες. Παρά τις πιθανές αντιδράσεις, η στρατηγική των επιθέσεων πιθανόν θα συνεχίσει να είναι κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής του Τραμπ, στοχεύοντας στην ενίσχυση της πολιτικής του θέσης και στη δημιουργία ισχυρών εντυπώσεων, ανεξαρτήτως των επιπτώσεων.
Σε ποιους ψηφοφόρους απευθύνονται αμφότεροι ;
Καθώς οι εκλογές πλησιάζουν και οι υποψήφιοι Ντόναλντ Τραμπ και Καμάλα Χάρις εμφανίζονται σχεδόν ισόπαλοι στις δημοσκοπήσεις, η στρατηγική τους επικεντρώνεται στην προσέγγιση συγκεκριμένων ψηφοφόρων και πολιτειών-κλειδιά. Ο Τραμπ στοχεύει κυρίως στις πολιτείες που ήταν κρίσιμες για τη νίκη του το 2016, όπως η Πενσυλβάνια, το Μίσιγκαν και το Οχάιο. Αυτές οι πολιτείες έχουν μεγάλο αριθμό εκλεκτόρων και είναι γνωστές για την έντονη πολιτική τους αβεβαιότητα, με ψηφοφόρους που μπορεί να μετακινηθούν μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων. Η επιτυχία του Τραμπ στις πολιτείες αυτές είναι κρίσιμη για την επίτευξη των 270 εκλεκτόρων που απαιτούνται για τη νίκη.
Από την άλλη πλευρά, η Χάρις επικεντρώνεται σε πολιτείες με αυξημένη πληθυσμιακή ποικιλία και δυναμική, όπως η Τζόρτζια και η Αριζόνα. Αυτές οι πολιτείες έχουν δείξει τα τελευταία χρόνια μια αυξανόμενη τάση προς τους Δημοκρατικούς, κυρίως λόγω της δημογραφικής τους αλλαγής και των κοινωνικών μεταβολών. Η Χάρις στοχεύει να ενισχύσει την υποστήριξή της σε αυτές τις περιοχές, ελπίζοντας να συγκεντρώσει τις ψήφους των νέων, των μειονοτήτων και των ψηφοφόρων των αστικών κέντρων που έχουν διαμορφώσει τη νέα πολιτική δυναμική. Η στρατηγική αυτή αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει κρίσιμους εκλέκτορες και να διασφαλίσει τη νίκη της με βάση τη γεωγραφική κατανομή των ψήφων.
Πληθαίνουν οι φωνές μέσα στο ρεπουμπλικανικό κόμμα κατά της υποψηφιότητας του Ντόναλντ Τραμπ . Πόσο πιθανό είναι το σενάριο οι συγκεκριμένες τοποθετήσεις να του στοιχίσουν την προεδρία ;
Οι εσωκομματικές διαφωνίες στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ. Οι επικρίσεις ενδέχεται να μειώσουν τη στήριξή του από τη βάση ή να επηρεάσουν τη χρηματοδότηση της καμπάνιας του, με αποτέλεσμα να υπονομευτεί η στρατηγική του. Ωστόσο, η ιστορία δείχνει ότι παρόμοιες διαφωνίες δεν είναι πάντα καταστροφικές. Ο Τραμπ έχει την ικανότητα να προσαρμόζεται και να αντεπεξέρχεται σε δύσκολες καταστάσεις, γεγονός που μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικό για την προεδρική του πορεία. Επομένως, ενώ οι εσωκομματικές εντάσεις είναι ανησυχητικές, δεν είναι βέβαιο ότι θα του στοιχίσουν την προεδρία αν καταφέρει να ανακτήσει την υποστήριξη και να αναδείξει τα δυνατά του σημεία.
Η απόπειρα δολοφονίας του Ντόναλντ Τραμπ θα επηρεάσει τις αμερικανικές εκλογές;
Η απόπειρα δολοφονίας του Ντόναλντ Τραμπ ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στις εκλογές, καθώς η ψύχραιμη και δυναμική αντίδραση του πρώην προεδρικού υποψηφίου ενίσχυσε την εικόνα του ως μαχητή, μια εικόνα που ίσως είχε διασαλευτεί λόγω της μεγάλης ηλικίας του. Η αντίδρασή του, όπως η εντυπωσιακή του κίνηση να υψώσει τη γροθιά του, παρότι μόλις είχε χτυπηθεί, προσέφερε ένα ισχυρό μήνυμα που μπορεί να κινητοποιήσει τη βάση του και να δημιουργήσει δημόσια συμπάθεια. Ιστορικά, η αντίδραση σε τέτοιες καταστάσεις έχει αποδειχθεί επωφελής, όπως η αντίδραση του Ρόναλντ Ρίγκαν στην απόπειρα δολοφονίας του το 1981, η οποία βοήθησε στην ενίσχυση της δημόσιας εικόνας του.
Η πολιτική βία συχνά επηρεάζει την εκλογική διαδικασία, και η τρέχουσα κατάσταση δεν αποτελεί εξαίρεση. Η επίθεση στον Τραμπ έχει εντείνει την πολιτική ένταση και προκαλώντας μια ισχυρή αντίδραση από τους ρεπουμπλικανούς υποστηρικτές του, οι οποίοι κατηγόρησαν το Δημοκρατικό Κόμμα και τον πρόεδρο Μπάιντεν για την υποκίνηση της επίθεσης. Συσπείρωσε δε αναμφίβολα τους ψηφοφόρους του Τραμπ και ταυτόχρονα τον έφερε, ενδεχομένως, πιο κοντά στους εκλογείς που βλέπουν τη βία ως μια επίθεση κατά του δικαιώματος να επιλέγουν τους ηγέτες τους, εκλογείς που παραδοσιακά ήταν πιο κοντά στους Δημοκρατικούς.
Τι θα σήμαινε μία πιθανή νίκη Τραμπ για την Ευρώπη και κατ’ επέκταση για την Ελλάδα, τη στιγμή που η Τουρκία θέλει την επιστροφή του πρώην προέδρου στον Λευκό Οίκο ;
Αν ο Ντόναλντ Τραμπ επανεκλεγεί, η πολιτική του θα μπορούσε να έχει σημαντικές συνέπειες για την Ευρώπη και κατ’ επέκταση και στην Ελλάδα, ιδιαίτερα σε σχέση με την Τουρκία και την Ουκρανία. Στο παρελθόν, η Τουρκία υπό τον Ερντογάν είχε στενές σχέσεις με την κυβέρνηση Τραμπ, κάτι που οφειλόταν εν μέρει και στη διαφωνία του Τζο Μπάιντεν και των Δημοκρατικών γενικά με τις αυταρχικές πρακτικές του Ερντογάν. Ωστόσο, η ενδεχόμενη επανεκλογή του Τραμπ δεν εξασφαλίζει αναγκαστικά την ίδια στενή συνεργασία. Η Τουρκία έχει ενισχύσει τους δεσμούς της με τη Ρωσία και την Κίνα, και έχει εκφράσει ενδιαφέρον να ενταχθεί στους BRICS, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει τη σχέση της με τις ΗΠΑ. Η ολοένα και πιο στενή σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία, κορύφωση της οποίας θα είναι ενδεχομένως η αποπεράτωση του πυρηνικού εργοστασίου στου Ακκουγιου από τη ρωσική εταιρεία ROSATOM και το διαμορφούμενο αντιαμερικανικό πνεύμα που δημιουργείται στο εσωτερικό της γειτονος λόγω της ενίσχυσης του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και της θέσης του Ερντογαν στον πόλεμο Ισραήλ- Χαμάς διαμορφώνει βέβαια ένα νέο τοπίο επιβαρυντικό για τις τουρκοαμερικανικές σχέσεις.
Παράλληλα, η πολιτική του Τραμπ για την Ουκρανία παρουσιάζει επίσης ερωτηματικά. Ο Τραμπ φαίνεται να προτιμά μια εναλλακτική προσέγγιση, με προοπτική τερματισμού του πολέμου υπό την προϋπόθεση ειρηνευτικών συνομιλιών και της σχετικής «απόσυρσης» του αμερικανικού ενδιαφέροντος. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της αμερικανικής υποστήριξης προς την Ουκρανία και ενδεχομένως στην ενίσχυση των ρωσικών θέσεων, προκαλώντας ανησυχία στους Ευρωπαίους συμμάχους.
Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει επιλέξει να είναι σταθερός σύμμαχος των ΗΠΑ, συμμετέχει δε σε κρίσιμα ενεργειακά σχέδια όπως η εξόρυξη υδρογονανθράκων με αμερικανικές εταιρείες ενώ επιδιώκει να εισέλθει και σε νέα που ενδιαφέρον ιδιαίτερα τους Αμερικανούς καθώς συμβάλλουν στην ενεργειακή απεξάρτηση των ευρωπαίων συμμάχων τους από τη Ρωσία. Η ενίσχυση της συνεργασίας μας με τις ΗΠΑ και η δημιουργία μιας στενής αλληλεπίδρασης θα μπορούσε να οδηγήσει τις ΗΠΑ στην ενίσχυση της Ελλάδας, προκειμένου να διασφαλιστούν τα συμφέροντά τους στην περιοχή, ειδικά αν η Τουρκία συνεχίσει να επιδεικνύει αναθεωρητική στάση και απειλεί να τα διαταράξει προκαλώντας αναταράξεις στην περιοχή.
Πρέπει δε να έχουμε κατά νου ότι όποιες και αν είναι οι προσωπικές συμπάθειες των ηγετών «τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους ή εχθρούς, μόνο σταθερά συμφέροντα». Ο Τραμπ, κατ΄επέκταση, θα ακολουθήσει μια πολιτική σύμφωνα με τα συμφέροντα της χώρας του, ιδίως στις μέρες μας που η κυριαρχία της στο διεθνές σύστημα κινδυνεύει λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων να διασαλευτεί. Η Ελλάδα θα μπορούσε με στρατηγικές κινήσεις να επωφεληθει από τον ενοχλητικό για τη Δύση μαξιμαλισμό του Ερντογάν αφενός αναδεικνύοντας τον ζημιογόνο για τα αμερικανικά συμφέροντα χαρακτήρα του, αφετέρου συνομολογώντας επωφελείς συμφωνίες που θα κρατούν το αμερικανικό ενδιαφέρον «ζεστό» για την ενίσχυση του ελληνικού παράγοντα και της σταθερότητας στην γεωστρατηγικής σημασίας περιοχή μας.