Όπως υπογραμμίζει χαρακτηριστικά στο CNN Greece η επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ, Φιλίππα Χατζησταύρου, η νίκη του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου στην προεδρία των ΗΠΑ «κατατροπώνει με έναν τρόπο που κανείς πια δεν μπορεί να τον αμφισβητήσει».
Πώς το έκανε αυτό, όμως, και τι σηματοδοτεί αυτή η νίκη για την αμερικανική κοινωνία;
Όπως εξηγεί η πανεπιστημιακός, η επικράτηση του Τραμπ δεν ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία, ούτε αποδεικνύει απλώς ότι η επικοινωνιακή στρατηγική που υιοθέτησε κατά την διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας κατάφερε να πείσει από μόνη της τους πολίτες να τον εμπιστευτούν παρά τα «αγκάθια» που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας.
Ο Τραμπ κατάφερε να πάρει για δεύτερη φορά τα «ηνία» του Λευκού Οίκου χάρη σε ένα πολιτικό ρεύμα που διαμορφώνεται εδώ και δεκαετίες, αρχικά στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα και έπειτα στην αμερικανική κοινωνία.
Ο «πολιτικός πατέρας» του Τραμπ και οι «Ευαγγελιστές»
Όπως αναλύει η κα Χατζησταύρου «για να κατανοήσουμε πώς διαμορφώθηκε η ρητορική και οι θέσεις του Ντόναλντ Τραμπ κατά την προεκλογική εκστρατεία, χάρη στην οποία το εκλογικό σώμα του χάρισε μια συντριπτική νίκη πρέπει να ταξιδέψουμε πολύ πίσω στο χρόνο, στη δεκαετία του 1990».
«Από τη δεκαετία αυτή αναπτύσσεται μια μεγάλη κινητικότητα, ένα ρεύμα αυτών που στην Πολιτική Επιστήμη ονομάζονται υπερσυντηρητικοί ευαγγελιστές ή λευκοί ευαγγελιστές. Αυτό το ρεύμα οργανώνεται μέσα από μία δομή που θα παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην άνοδο του Τραμπ στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα».
«Η οργάνωση φτιάχνεται στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ τη δεκαετία του ‘80 και από τη δεκαετία του ‘90 και μετά θα επηρεάσει μια σειρά από Ρεπουμπλικάνους πολιτικούς. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Τζορτζ Μπους αλλά και γερουσιαστές, που ως μέλη της οργάνωσης θα προσπαθήσουν προοδευτικά να επηρεάσουν το κόμμα σε μια συντηρητική στροφή».
Ένας από αυτούς που διαδραμάτισε πολύ μεγάλο ρόλο και ο Τραμπ τον θεωρεί σαν «πνευματικό του πατέρα» είναι ο Νιούτ Γκίνγκριτς, πρώην πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων από το 1995 έως το 1999, συμπληρώνει η ίδια.
«Η ρητορική του Γκίνγκριτς από τότε διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό αυτό που βλέπουμε σήμερα στον Τραμπ και νομίζουμε πως είναι κάτι καινούριο σε βαθμό να ορίζεται από κάποιους και ως πολιτικό φαινόμενο. Δεν είναι πολιτικό φαινόμενο, καθώς είναι κάτι που υπήρχε στην αμερικανική πολιτική σκηνή. Μιλάμε για μια διαδικασία που κρατάει πάνω από 30 έτη και έχει οικοδομηθεί με πολύ επισταμένη προσπάθεια συντηρητικών πολιτικών να μετατοπίσουν το κόμμα των Ρεπουμπλικανών σε ultra- συντηρητικό κόμμα το οποίο θα ενσωματώνει μεγάλο μέρος της ατζέντας των Ευαγγελιστών» αναφέρει η πολιτική επιστήμονας.
Η μεγάλη επίδραση, βέβαια, των «Ευαγγελιστών» αποτυπώθηκε σε πρώτη φάση το 2016, όταν εξελέγη για πρώτη φορά πρόεδρος ο Ντόναλντ Τραμπ, μετά από σκληρή δουλειά.
«Γιατί δεν πρόκειται απλώς για κάποιους πολιτικούς οι οποίοι μπορεί να είχαν επιρροή. Πρέπει να γίνεται δουλειά στη βάση και στις Ηνωμένες Πολιτείες δουλεύουν πολύ με τις τοπικές κοινωνίες».
Αυτές οι πολιτικές τομές, λοιπόν, σε κοινωνικό επίπεδο οδήγησαν τόσα χρόνια μετά και επί προεδρίας του Τζο Μπάιντεν «σε διάφορες πολιτείες κυρίως του Νότου, που είναι πιο συντηρητικές, να αλλάζουν τα σχολικά εγχειρίδια, να απαγορεύονται βιβλία σεξουαλικής αγωγής, να ξαναγράφονται ιστορικά βιβλία μέχρι και να απαγορευθεί το δικαίωμα στις αμβλώσεις» σημειώνει.
Πού έγκειται η επιτυχία του Τραμπ στην εκλογή του για δεύτερη φορά στο Λευκό Οίκο;
Φτάνουμε, λοιπόν, οκτώ χρόνια μετά την πρώτη νίκη του Τραμπ στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου:
«Πρόκειται για ένα μεγάλο εκλογικό σεισμό γιατί κέρδισε με μεγάλη διαφορά όχι μόνο στους Εκλέκτορες αλλά και στη λαϊκή ψήφο» εξηγεί.
«Πραγματικά κατατροπώνει, διαλύει φυσικά τις δημοσκοπήσεις που για μια ακόμη φορά έπεσαν έξω και άρα αυτή είναι η μεγάλη επιτυχία του: Κατατροπώνει με έναν τρόπο που κανείς πια δεν μπορεί να τον αμφισβητήσει».
Έκανε αυτό που αμέλησε η Χάρις: Ασχολήθηκε με τα ζητήματα που απασχολούν τους Αμερικάνους
Απαντώντας στο ερώτημα, πώς κατάφερε η νίκη του Τραμπ να είναι τόσο συντριπτική έναντι της Χάρις, σε βαθμό που δεν προέβλεψαν οι δημοσκοπήσεις η πολιτική επιστήμονας εξηγεί πως «πολλοί μένουν στην επικοινωνιακή του στρατηγική, σε τεχνάσματα και τεχνικές που είναι ξένες στην ελληνική εκλογική κουλτούρα και στο γεγονός ότι είχε μετατρέψει τις ομιλίες του σε θέαμα».
Πέραν όμως της αισθητικής της πολιτικής του επικοινωνίας, όπως τονίζει, ο Ρεπουμπλικάνος «έκανε κάτι πολύ ουσιαστικό. Η αμερικανική κοινωνία τον θεώρησε καταλληλότερο για την προεδρία γιατί ασχολήθηκε με τα καίρια ζητήματα που την απασχολούν: την οικονομία και τα ζητήματα ασφάλειας. Έκανε, δηλαδή, αυτό που δεν έκανε η Χάρις».
«Η Χάρις από την πλευρά της υιοθέτησε περισσότερο μία ατζέντα δικαιωμάτων, απευθύνθηκε περισσότερο στις γυναίκες, χωρίς παρόλα αυτά να προτάξει την δική της ιδιότητα ως μια μαύρη γυναίκα που αναζητά την αμερικάνικη ψήφο για να ανέλθει στο ανώτερο αξίωμα της χώρας» αναλύει η κ. Χατζησταύρου μιλώντας για την επικοινωνιακή στρατηγική που υιοθέτησε η Δημοκρατική υποψήφια στην προεκλογική της εκστρατεία.
«Δεν έπαιξε το ρόλο της, λοιπόν, στην ολότητά του, για να καταφέρει να εκπροσωπήσει εκείνα τα μεσαία και λαϊκά στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας. Ακόμη και στις γυναίκες πήρε 2% λιγότερο σε ψήφους από τον Μπάιντεν».
«Μπήκε κατευθείαν στο ψητό»
Απεναντίας, ο Τραμπ είχε συνεχώς ανοδική πορεία, προβάλλοντας την προσωπικότητά του και «μπήκε κατευθείαν στο ψητό, χωρίς ναι μεν αλλά».
«Το βασικό θέμα που απασχολεί τους Αμερικανούς είναι ο πληθωρισμός και τα ζητήματα ασφάλειας. Δίνει και στα δύο αυτά ζητήματα απλές απαντήσεις, ακόμη και αν μακροπρόθεσμα είναι επικίνδυνες».
Όπως αναλύει η ίδια, «η οικονομική του πολιτική είναι δεδομένη. Προτείνει μείωση των φόρων, νεομερκαντιλισμό, δηλαδή μεγιστοποίηση των καθαρών εξαγωγών και υψηλούς δασμούς σε εισαγόμενα προϊόντα (βλ. δασμοί 70% στις κινεζικές εισαγωγές» με σκοπό να προστατευτεί η αμερικανική βιομηχανία και μείωση του ενεργειακού κόστους. Αντίστοιχα, στα ζητήματα ασφάλειας λέει ότι θα κάνει απελάσεις».
Γιατί «σάρωσε» στα «Swing States»
«Παίρνει ξεκάθαρη θέση, δηλαδή» προσθέτει η πανεπιστημιακός.
Η ίδια εξηγεί ότι η θέση αυτή μπορεί να μοιάζει «ξένη ή συντηρητική» στη δική μας κοινωνία, ωστόσο για τους κατοίκους των φτωχών λαϊκών στρωμάτων που ζουν σε πολιτείες κοντά στα σύνορα, στις πολιτείες – κλειδιά και σε βιομηχανικές ζώνες όπως η Πενσυλβάνια, Ουινσκόνσιν και Μίσιγκαν, ο Τραμπ «κατάφερε να τους μιλήσει με τον τρόπο που ήθελαν να ακούσουν. Μη ξεχνάμε ότι στους ψηφοφόρους χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και εισοδήματος ο Τραμπ πήρε το 54% των ψήφων».
«Τι είπε; Είστε μια μεγάλη βιομηχανική ζώνη που βιώνει μια παρακμιακή περίοδο. Στην πρώτη μου θητεία προσπάθησα να αναστρέψω αυτή την κατάσταση μειώνοντας τα κόστη και αναζωογονώντας την οικονομία». «Αυτή η αντίληψη σάρωσε εκλογικά ακόμη και αν μακροπρόθεσμα είναι μια κοντόφθαλμη στρατηγική, που δεν μειώνει ουσιαστικά της ανισότητες» σημειώνει η κα Χατζησταύρου.
Ωστόσο, οι Αμερικάνοι δεν ενδιαφέρονται για τις ανισότητες, ενδιαφέρονται για την επιβίωσή τους και σε αυτό ο Τραμπ απαντάει, υποστηρίζει η πολιτική επιστήμονας.
Όσο για την Κάμαλα Χάρις;
«Η αντίπαλός του δεν προέταξε μια σαφή εναλλακτική οικονομική πρόταση και υιοθέτησε την πολιτική του Μπάιντεν, ενώ δεν ήταν υποχρεωμένη να το κάνει» σχολιάζει.
Μάλιστα, όπως αναλύει «θα μπορούσε να διαχωρίσει τη θέση της και να προσδιορίσει μια εναλλακτική οικονομική ατζέντα, γιατί στους Αμερικάνους δεν ακούγεται σαν κάτι θετικό η αύξηση της φορολογίας στα μεσαία και υψηλά στρώματα. Ο μέσος Αμερικάνος θέλει ελαφρύνσεις. Γιατί αυτή η πολιτική εφαρμόστηκε, σύμφωνα με τους πολίτες την προηγούμενη τετραετία και δεν απέδωσε στις ζωές τους».
Οι αγορές κατάφεραν να δουν ό,τι δεν εκτίμησαν οι δημοσκοπήσεις
Αναφερόμενη στην ανικανότητα των δημοσκόπων να σφυγμομετρήσουν τον παλμό της αμερικανικής κοινωνίας, ξεκαθαρίζει πως πλέον «οι δημοσκοπήσεις έχουν χάσει την αξιοπιστία τους σε διεθνές επίπεδο».
«Δεύτερον, υπάρχει ένα κομμάτι του εκλογικού σώματος που δεν μπορούν να βρουν οι δημοσκοπήσεις. Οι νέοι και οι εργαζόμενοι με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο» αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Οι νέοι δεν απαντούν στα τηλέφωνα των δημοσκόπων, χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν θέλουν να εκφράζουν την πολιτική τους άποψη, ή δεν έχουν πολιτική άποψη, άρα χάνεται ένα κομμάτι νεοεισερχόμενων ψηφοφόρων».
Παράλληλα, ένα σημαντικό κομμάτι ψηφοφόρων που μετατοπίστηκε και ψήφισε Τραμπ και αποτελεί παράδοξο στην εκλογική αυτή αναμέτρηση είναι οι μειονοτικές ομάδες, οι Ισπανόφωνοι και η Αφροαμερικανική κοινότητα.
Μάλιστα, παρατηρήθηκε πολύ μεγάλη μετακίνηση ψηφοφόρων στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, κάτι που επίσης δεν κατάφεραν να ψηλαφήσουν οι δημοσκοπήσεις.
«Υποτίμησαν την ψήφο που τράβηξε, παρά τη ρητορική του, από τις μειονοτικές ομάδες που αυξάνουν την επιρροή τους στο αμερικανικό πληθυσμιακό μείγμα» εξηγεί.
Και ενώ οι δημοσκοπήσεις, που μπορεί, σύμφωνα με την πολιτική επιστήμονα, να είναι κατευθυνόμενες, να μην αποτύπωσαν τη δυναμική του Τραμπ, τουναντίον οι αγορές ήταν πιο εύστοχες σε όσα προμήνυε η εκλογική αναμέτρηση.
«Από πολύ νωρίς οι αγορές έβλεπαν επικράτηση Τραμπ και έχει ενδιαφέρον τόσο το γεγονός ότι έπεσαν μέσα, όσο και το γεγονός ότι τελικά φάνηκε ότι δεν τον φοβούνται».
«Αυτό αποδεικνύει ότι ο Τραμπ δεν είναι ένα πρόσωπο που ήρθε ξαφνικά να βάλει μπουρλότο στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, θέλει να τη συντηρήσει» επισημαίνει.
Γιατί ψήφισαν Τραμπ οι Λατίνοι και οι μετανάστες δεύτερης γενιάς;
Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι Λατίνοι, μερίδα των Αφροαμερικανών και των Ασιατών-Αμερικανών στήριξε το ρεπουμπλικανικό «στρατόπεδο». Είναι εύλογο το ερώτημα: γιατί;
«Ειδικά οι Ισπανόφωνοι άνδρες ψήφισαν Τραμπ, οι γυναίκες όχι. Στην περίπτωση αυτή, αυτό που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο είναι η μόρφωση των ομάδων αυτών» υπογραμμίζει και προσθέτει: «Μεγάλο μέρος αυτής της κοινότητας ανήκει στην χαμηλά αμειβόμενη εργατική τάξη και δεν έχει την δυνατότητα να αντιληφθεί τα μεγάλα διακυβεύματα των εκλογών. Σκέφτεται πρακτικά».
«Οι Λατίνοι άνδρες έριξαν οικονομική ψήφο. Όσοι έχουν ερωτηθεί γιατί στήριξαν τον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο, παρότι είναι μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, οι ίδιοι απαντούν ότι νιώθουν ενσωματωμένοι στην αμερικανική κοινωνία. Νιώθουν Αμερικάνοι, όχι μετανάστες».
Διαχωρίζουν, μάλιστα, τη θέση τους από τους μετανάστες, υποστηρίζουν τις απελάσεις και πιστεύουν ότι «ο Τραμπ είναι ο κατάλληλος για να τις εφαρμόσει».
Η μεγάλη επιτυχία του Τραμπ δεν είναι ότι κέρδισε, αλλά ότι κέρδισε με μεγάλη διαφορά. Με τη μεγάλη αυτή διαφορά έναντι της Χάρις, καταφέρνει να καθιερωθεί μια νέα μορφή ρεβιζιονισμού. Καταφέρνει, δηλαδή, να διαβάσει την ιστορία με τους δικούς του όρους και να αλλάξει το ιστορικό αφήγημα.
«Αυτό σημαίνει ότι ο Τραμπ μπορεί να υποστηρίξει ότι κέρδισε τις εκλογές τρεις φορές, ότι η εισβολή στο Καπιτώλιο ήταν μια γενναία πράξη και ότι όλες οι κατηγορίες που τους έχουν απαγγελθεί είναι μια σκευωρία και να εγκαθιδρύσει μια δική του αλήθεια ως καθολική».