Το πρωί της 20ης Νοεμβρίου του 1990 δύο θωρακισμένες Mercedes δέχονται επίθεση από παγιδευμένο όχημα με ρουκέτες στην πλατεία Διλβόη της Νέας Ερυθραίας.
Στόχος ήταν ο Βαρδής Βαρδινογιάννης.
«Μας την πέσανε» ήταν οι πρώτες του κουβέντες, μόλις πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο.
«Ευτυχώς τη γλιτώσαμε»…
Με τρομακτική ψυχραιμία, η οποία ήταν και ένα από τα χαρακτηριστικά του, ο Βαρδής Βαρδινογιάννης κατευθύνεται προς ένα περίπτερο λίγα μέτρα μακριά από το σημείο της επίθεσης και κάνει ένα τηλεφώνημα.
Περνούν μόλις λίγα λεπτά και στο σημείο της επίθεσης εμφανίζεται μια τρίτη Mercedes, με οδηγό τον αδελφό του, Γιώργο Βαρδινογιάννη.
Χωρίς να πει κουβέντα, ο Βαρδής Βαρδινογιάννης μπαίνει στη θέση του συνοδηγού και εξαφανίζεται με κατεύθυνση προς το κέντρο της Αθήνας.
Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης φαίνεται ότι είχε δώσει βάση στις προειδοποιήσεις της 17 Νοέμβρη ότι «το καλό πράγμα αργεί να γίνει» και είχε λάβει τα μέτρα του, σχεδιάζοντας τις Mercedes με βάση τις προδιαγραφές που είχε λάβει από τις αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες της Γαλλίας και της Αγγλίας.
Ήταν, όμως, και τυχερός, καθώς οι δύο ρουκέτες των τρομοκρατών που βρήκαν το στόχο τους δεν εξερράγησαν, επειδή, όπως έλεγαν ειδικοί της εποχής, εκτοξεύτηκαν από απόσταση μικρότερη των 20 μέτρων.
«Σούταρε πέναλτι ο Σαραβάκος και βρήκε το δοκάρι» είπε ο Βαρδής Βαρδινογιάννης στο φίλο του Αντώνη Λιβάνη, τότε διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Ανδρέα Παπανδρέου.