Μεγάλο πρόβλημα παραμένει το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα, κάτι το οποίο επισημαίνει πλήθος οικονομικών αναλυτών σχετικά με την ελληνική οικονομία. Αν και εμφανίζεται μια τάση μείωσης της «ψαλίδας» με την Ευρώπη, το ζήτημα παραμένει υπαρκτό και δείχνει ότι η χώρα μας είναι…πίσω.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ βρέθηκε το 2023 στο 13,9% του ΑΕΠ ενώ ο μέσος όρος της Ευρωζώνης για το ίδιο έτος ήταν 22,2%, κάτι που αντιστοιχεί σε 8 και πλέον μονάδες. Σύμφωνα με το σχέδιο του προϋπολογισμού που κατατέθηκε χθες στη Βουλή, το 2025 οι πραγματικές επενδύσεις (σε σταθερές τιμές) στην Ελλάδα προβλέπεται να ανακάμψουν περαιτέρω, σε 17,5% του ΑΕΠ έναντι του 20,8% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη. Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών «Αυτό αντιστοιχεί σε σωρευτική βελτίωση άνω των δύο τρίτων (69,4%) του επενδυτικού κενού της Ελλάδας το 2025 έναντι του 2019, με το ύψος του επενδυτικού κενού για το έτος να διαμορφώνεται σε 3,3 ποσοστιαίες μονάδες, το χαμηλότερο ποσοστό από το 2010 έως σήμερα». Ωστόσο, πρώτα από όλα αυτό θα πρέπει να αποδειχθεί στην πράξη, διότι η κυβέρνηση της ΝΔ δε φαίνεται να τα έχει πάει και ιδιαίτερα καλά σε σχέση με τις επενδύσεις. Δευτερευόντως, ακόμη κι αν η παραπάνω πρόβλεψη υλοποιηθεί στο ακέραιο, τότε αυτό θα σημαίνει ότι η Ελλάδα θα υπολείπεται και πάλι της ευρωζώνης στο τέλος του 2025.
Επενδυτικό κενό και επενδύσεις; Οι άστοχες κυβερνητικές προβλέψεις
Ας δούμε όμως και λίγο πιο αναλυτικά το θέμα των επενδύσεων στη χώρα, αλλά κυρίως την αποτυχία σε σχέση με τις προβλέψεις. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2025, την επόμενη χρονιά «οι επενδύσεις αναμένεται να αναδειχθούν σε κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης αντικαθιστώντας την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία είχε την πρωταρχική συμβολή τα προηγούμενα έτη, ως αποτέλεσμα της φιλοεπενδυτικής οικονομικής πολιτικής, της εντατικότερης αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων, των κεκτημένων από τις εθνικές διαρθρωτικές πολιτικές για το επιχειρηματικό περιβάλλον και των ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης, σε συνέχεια της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και της εμπέδωσης του κλίματος εμπιστοσύνης από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για τη χώρα.
Ο ρυθμός της αύξησης των επενδύσεων προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 8,4% το 2025, ενισχυμένος έναντι του 2024 (6,7%) και 6,6% του 2023, και με ικανούς επιμέρους ρυθμούς αύξησης τόσο σε εξοπλισμό (11,1%) όσο και σε κατασκευές (8,1%). όμως, το θέμα είναι ότι η κυβέρνηση της ΝΔ προέβλεπε επενδύσεις της τάξης του 15% και πλέον τόσο για το 2023 όσο και για το 2024. Συνεπώς, τίθεται ένα ζήτημα σχετικά με το αν θα επιτευχθεί ο στόχος που έχει τεθεί για την επόμενη χρονιά. Πηγές του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ανέφεραν στον ΟΤ πως «ο στόχο του 2024 επηρεάζεται και από τις διεθνείς συνθήκες», φέροντας το παράδειγμα της ευρωζώνης όπου «Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου είναι στο -1,9%».
Στο υπουργείου υποστηρίζουν δια του προϋπολογισμού ότι το επενδυτικό κενό της Ελλάδας σε σχέση με τις χώρες της Ευρωζώνης, το οποίο κορυφώθηκε το 2019, μετά τη διεύρυνσή του κατά την περίοδο της οικονομικής προσαρμογής , θα συνεχίσει να περιορίζεται το 2025, για έκτη συνεχή χρονιά. Μάλιστα, σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία εθνικών λογαριασμών για το 2023 που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ τον Οκτώβριο 2024, το κλείσιμο του επενδυτικού κενού συντελείται με ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα σε σύγκριση με τα σχετικά στοιχεία του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού 2025, λόγω της δυναμικότερης αύξησης των πραγματικών επενδύσεων μετά το 2019, κυρίως κατά τα έτη 2022 και 2023.
Το ποσοστό της ετήσιας πραγματικής ανάπτυξης του 2025, που δεν εξηγείται από τη δυναμική των επενδύσεων, εκτιμάται ότι θα προέλθει σε καθαρή βάση από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,6% σε ετήσια βάση), η οποία συντηρείται από τις θετικές τάσεις στην απασχόληση (+0,7%), στα ονομαστικά εισοδήματα από μισθωτή εργασία ιδιωτικού και δημόσιου τομέα (+3,4%) και στα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών, υπό τη μειούμενη επίδραση του πληθωρισμού.
Οι κίνδυνοι
Πάντως, όπως είναι προφανές υπάρχουν και σημαντικές αβεβαιότητες. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις μακροοικονομικές προβλέψεις, τόσο για το 2024 όσο και για το 2025, περιλαμβάνουν το ενδεχόμενο κλιμάκωσης των γεωπολιτικών κρίσεων στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή καθώς και πιθανές νέες εστίες γεωπολιτικών εντάσεων, με αντίκτυπο στο διεθνές εμπόριο και στην πορεία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού, ενώ σημαντικές επιπτώσεις ενδέχεται να έχει και η εκδήλωση νέων ακραίων κλιματικών φαινομένων. Το ενδεχόμενο πιο επίμονου πληθωρισμού και η διατήρηση περιοριστικής νομισματικής πολιτικής για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα θα επιδρούσε, επίσης, αρνητικά στην ανάπτυξη, ενώ μία σημαντικά περιοριστική δημοσιονομική πολιτική σε μεγάλες οικονομίες της ΕΕ, θα επιδρούσε αρνητικά στις ξένες επενδύσεις και στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών.
Ανοδικά στον ρυθμό ανάπτυξης θα μπορούσαν να επιδράσουν η ευνοϊκότερη του αναμενομένου εξέλιξη των τουριστικών εσόδων και των εσόδων από μεταφορές, η ενδεχόμενη ταχύτερη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η ενίσχυση των επενδύσεων, ως αποτέλεσμα της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, η ταχύτερη αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και των άλλων ευρωπαϊκών πόρων καθώς και η περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, μέσω των μεταρρυθμίσεων που έχουν δρομολογηθεί.