Η Χαγιάτ Ταχρίρ Αλ Σαμ (HTS), η σουνιτική ισλαμιστική ομάδα ανταρτών, που πρωτοστάτησε στην απομάκρυνση του Μπασάρ Αλ Άσαντ έστησε μια επικοινωνιακή εκστρατεία προσεκτικά προσαρμοσμένη όχι μόνο για τα αυτιά των Σύρων, στην πατρίδα και στην εξορία και σε άλλους αντάρτες μαχητές, αλλά και στους αντιπάλους της, συμπεριλαμβανομένου του Ιράν και της Ρωσίας και σε άλλα μέλη της διεθνούς κοινότητας.
Κάτι απόλυτα φυσιολογικό και το οποία θα έκανε οποιαδήποτε ομάδα, που αναλαμβάνει από ένα καταρρέον καθεστώς σε μια εξαντλημένη χώρα.
Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κίνδυνοι. «Υπάρχουν πολλαπλοί κίνδυνοι με την HTS να καθορίζει τις προτεραιότητες και τον ρυθμό για το τι θα ακολουθήσει. Ένας από αυτούς είναι η εγκαθίδρυση μιας νέας μορφής αυταρχικής διακυβέρνησης, αυτή τη φορά με ισλαμικό ένδυμα», λέει ο Γεζίντ Σάγιγκ ανώτερος συνεργάτης στο Κέντρο Carnegie Middle East Center.
Σιίτες και Αλεβίτες δεν κρύβουν την ανησυχία τους για το αύριο και πολλοί εξ αυτών δηλώνουν έτοιμοι να εγκαταλείψουν τη χώρα, δημιουργώντας νέα καραβάνια προσφύγων προς τις γειτονικές χώρες, την ώρα που άλλοι συμπατριώτες τους μετά από χρόνια στο εξωτερικό αποφασίζουν να επιστρέψουν έστω και αν ξέρουν πολύ καλά ότι δεν θα είναι εύκολη η καθημερινότητά τους.
Η αλλαγή του Αλ Τζολάνι
Κεντρικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια έπαιξε η αλλαγή του στυλ ηγεσίας και της ρητορικής του Αμπού Μοχάμεντ αλ Τζολάνι, ηγέτη της HTS και βασικού στελέχους της επίθεσης. Ο αλ-Τζολάνι άρχισε να χρησιμοποιεί το πραγματικό του όνομα, Αχμέντ αλ-Σάρα, αντί για το ψευδώνυμό του, σηματοδοτώντας μια σκόπιμη αποστασιοποίηση από το εξτρεμιστικό του παρελθόν, το οποίο περιλαμβάνει τη θητεία του ως ηγέτη του συριακού παραρτήματος της αλ-Κάιντα, Τζαμπχάτ αλ-Νούσρα.
Ήδη δύο παρακλάδια της Αλ Κάιντα, η Jama’at Nusrat al-Islam wal Muslimin (JNIM) και η Αλ Κάιντα στο Ισλαμικό Μαγκρέμπ (AQIM) συνεχάρησαν δημοσίως την HTS για την κατάληψη της χώρας.
Μια από τις κύριες ανησυχίες των δυτικών χωρών είναι ότι υπό την ηγεσία του HTS, η Συρία θα γίνει ορμητήριο για διακρατικές τρομοκρατικές επιθέσεις. Αυτή είναι μια ανησυχία που ο αλ Τζολάνι γνωρίζει πολύ καλά και την οποία η πρόσφατη τακτική δημοσίων σχέσεων που ακολουθεί έχει σχεδιαστεί για να κατευνάσει. Έντονοι είναι οι φόβοι και για αναγέννηση του Ισλαμικού Κράτους ιδιαίτερα μετά την τροπή που πήραν ανάλογες αλλαγές καθεστώτων σε Ιράκ και Αφγανιστάν.
Η επίσκεψη Καλίν στη Συρία και το τετ α τετ Μπλίνκεν με Ερντογάν
Στενά παρακολουθεί τις εξελίξεις και η Τουρκία όπως μαρτυρά η αιφνιδιαστική και κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας επίσκεψη του επικεφαλής της τουρκικής MİT, Ιμπραχίμ Καλίν στη Δαμασκό την Πέμπτη (12/12), που ήταν και η πρώτη υψηλόβαθμου ξένου αξιωματούχου μετά την ανατροπή του Άσαντ, την Κυριακή (8/12).
Το πρωταγωνιστικό ρόλο της Άγκυρας στις εξελίξεις επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι στην τουρκική πρωτεύουσα βρίσκεται ήδη ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν για επαφές με την τουρκική ηγεσία.
Η παρουσία του Καλίν στη συριακή πρωτεύουσα αποκτά ιδιαίτερη αξία καθώς πραγματοποιήθηκε μόλις λίγα 24ωρα από την πτώση του Μπασάρ αλ Άσαντ και ενώ δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει το σκηνικό στη χώρα.
Οι φήμες που ανέφεραν ότι και ο υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν βρισκόταν στη Δαμασκό μαζί με τον Καλίν, διαψεύστηκαν από το υπουργείο.
Σύμφωνα με το υπουργείο Πληροφοριών της Τουρκίας, ο Καλίν και ο επικεφαλής της κρατικής ασφάλειας του Κατάρ, Χαλφάν αλ Κάαμπι, βρέθηκαν στη Δαμασκό για επαφές με τον ηγέτη των ανταρτών Αλ Τζολάνι και τον μεταβατικό πρωθυπουργό Μοχάμαντ αλ Μπασίρ. Η Ντόχα δεν επιβεβαίωσε επίσημα την άφιξη του Κάαμπι στη Δαμασκό.
Αξίζει, επίσης να σημειωθεί ότι η επίσκεψη Καλίν έγινε ενώ στην Άγκυρα βρισκόταν ο υφυπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών αρμόδιος για τις πολιτικές υποθέσεις, Τζον Μπας. Ο Αμερικανός αξιωματούχος είχε συνάντηση με τον υπουργό Άμυνας Γιασάρ Γκιουλέρ.
Η Τουρκία, ως γνωστόν, διαθέτει δυνάμεις στη βόρεια Συρία και δεν έχει διστάσει στο παρελθόν να επέμβει στρατιωτικά για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της.
Στην Άγκυρα ο Μπλίνκεν – Συναντήθηκε με τον Ερντογάν στο αεροδρόμιο
Στην Άγκυρα έφτασε αργά το απόγευμα της Πέμπτης (12/12) ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν και ξεκίνησε αμέσως συνομιλίες με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που τον περίμενε στο αεροδρόμιο.
Το αεροσκάφος του Μπλίνκεν προσγειώθηκε στις 20.14, τοπική ώρα (19.14 ώρα Ελλάδας) και, σύμφωνα με Αμερικανό αξιωματούχο, ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας συναντήθηκε αμέσως μετά με τον Ερντογάν στην αίθουσα VIP του αεροδρομίου Εσένμπογκα της Άγκυρας.
Η Άγκυρα είναι ο δεύτερος σταθμός της περιοδείας του Μπλίνκεν μετά την ανατροπή του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, την Κυριακή. Νωρίτερα βρέθηκε στην Άκαμπα της Ερυθράς Θάλασσας, όπου συναντήθηκε με τον βασιλιά της Ιορδανίας Αμπντάλα Β΄, με τον οποίο συμφώνησε ότι είναι αναγκαία η σταθερότητα και η ασφάλεια της Συρίας. Ο Μπλίνκεν είπε επίσης ότι η επόμενη συριακή κυβέρνηση θα πρέπει να είναι συμπεριληπτική και να προστατεύσει τις μειονότητες.
Η τουρκική ηγεσία αναμένεται να τονίσει στις επαφές της με τον Μπλίνκεν τις ανησυχίες της για τη σταθερότητα στην περιοχή μετά τις τελευταίες εξελίξεις στη Συρία.
Λίγο πριν αναχωρήσει από την Άκαμπα, ο Μπλίνκεν δήλωσε ότι ο ρόλος των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), κυρίαρχη συνιστώσα των οποίων είναι η πολιτοφυλακή των Κούρδων της Συρίας, διαδραμάτισε «κρίσιμο» ρόλο στην αναχαίτιση των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους. «Θα πρέπει να φροντίσουμε να μην επανεμφανιστεί το ΙΚ. Και οι SDF είναι ουσιαστικής σημασίας για να διασφαλίσουμε ότι αυτό δεν θα συμβεί», τόνισε.
Οι SDF ελέγχουν μια μεγάλη έκταση στη βόρεια Συρία και οι Κούρδοι έχουν εγκαταστήσει εκεί μια αυτόνομη διοίκηση. Αν και Σύμμαχοι των Δυτικών στη μάχη εναντίον του ΙΚ, οι SDF θεωρούνται από την Τουρκία παρακλάδι του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) και χαρακτηρίζονται «τρομοκρατική οργάνωση».
Ο ρωσικός αγώνας για να κρατήσουν τις βάσεις τους
Η Μόσχα έχει ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με την πολιτική επιτροπή της ισλαμιστικής αντάρτικης οργάνωσης της Συρίας, Χάγιατ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), ανέφερε το πρακτορείο Interfax επικαλούμενο τον υφυπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας Μιχαήλ Μπογκντάνοφ.
Ο Μπογκντάνοφ είπε σε δημοσιογράφους ότι η Μόσχα θέλει να διατηρήσει τις στρατιωτικές βάσεις της στη Συρία, ώστε να συνεχίσει «να μάχεται τη διεθνή τρομοκρατία». Υποστήριξε ότι οι επαφές με την HTS, η οποία έχει τα ηνία της εξουσίας στη Συρία μετά την ανατροπή του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, «προχωρούν με εποικοδομητικό τρόπο».
Ανέφερε επίσης ότι η Ρωσία ελπίζει πως η οργάνωση θα εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της περί διαφύλαξης της δημόσιας τάξης και της ασφάλειας διπλωματών και αλλοδαπών, καθώς και της αποτροπής κάθε απόπειρας κατάχρησης εξουσίας.
Ο Μπογκντάνοφ είπε ότι η Ρωσία ελπίζει να διατηρήσει τις δύο βάσεις της στη Συρία – τη ναυτική βάση στην Ταρτούς και την αεροπορική βάση Χμεϊμίμ κοντά στη Λαττάκεια – ώστε να εξακολουθήσει να μάχεται τη διεθνή τρομοκρατία.
«Οι βάσεις παραμένουν εκεί όπου βρίσκονταν, σε συριακό έδαφος. Δεν έχουν ληφθεί άλλες αποφάσεις, μέχρι στιγμής», δήλωσε.
«Ήταν εκεί κατόπιν αιτήματος των Σύρων, με στόχο την καταπολέμηση των τρομοκρατών του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ). Θεωρώ ότι όλοι συμμερίζονται την άποψη ότι ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας και ό,τι έχει απομείνει από το ΙΚ δεν έχει τελειώσει», συμπλήρωσε ο υφυπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας.
Για να συνεχιστεί ο αγώνας κατά της διεθνούς τρομοκρατίας, είπε ο Μπογκντάνοφ, απαιτούνται «συλλογικές προσπάθειες» και η ρωσική στρατιωτική παρουσία στη Συρία «έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε αυτόν τον αγώνα», πρόσθεσε.
Αντιμέτωπο με την σκληρή πραγματικότητα το Ιράν
Το Ιράν με την πτώση Άσαντ έχασε ίσως τον πιο σημαντικό του σύμμαχο στην περιοχή κάτι που φαίνεται να αντιλαμβάνονται στην Τεχεράνη. «Πρέπει να ζήσουμε με τις πραγματικότητες της Συρίας, τις βλέπουμε και ενεργούμε με βάση αυτές», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Χοσείν Σαλάμι, αρχιστράτηγος του Σώματος των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης τον οποίο επικαλείται το επίσημο πρακτορείο ειδήσεων IRNA.
«Δεν μπορούμε να λύσουμε πολλά παγκόσμια και περιφερειακά ζητήματα με στασιμότητα και με την εφαρμογή της ίδιας τακτικής», πρόσθεσε.
Ο Άσαντ διαδραμάτιζε επί μακρόν στρατηγικό ρόλο στον αντι-ισραηλινό «άξονα αντίστασης» του Ιράν, ιδίως διευκολύνοντας την προμήθεια όπλων στον σύμμαχο της Τεχεράνης Χεζμπολάχ στον γειτονικό Λίβανο. Ο άξονας της αντίστασης περιλαμβάνει τη Χεζμπολάχ καθώς και τη Χαμάς στη Γάζα, τους αντάρτες Χούθι στην Υεμένη και ορισμένες μικρότερες σιιτικές παραστρατιωτικές ομάδες στο Ιράκ.
«Το Μέτωπο Αντίστασης δεν θα είναι παθητικό στην αντιμετώπιση οποιουδήποτε σχεδίου ή σχεδίου που επιδιώκει να διασπάσει την αντίσταση και να αποδυναμώσει τη δύναμη και την εξουσία των χωρών της περιοχής», ανέφεραν οι Φρουροί της Επανάστασης σε ανακοίνωσή τους.
Το σχέδιο του Ισραήλ μετά τη Συρία
Ο Ισραηλινός στρατός έχει στείλει στρατεύματα σε μια ζώνη που περιφρουρείται από τον ΟΗΕ στα κοινά σύνορα των χωρών, ανατολικά των προσαρτημένων στο Ισραήλ Υψίπεδων του Γκολάν, ενώ βομβαρδίζει από αέρος.
Αυτό δεν είναι το μόνο σχέδιο του Τελ Αβίβ για την περιοχή. Οι Δυνάμεις Άμυνας του Ισραήλ πιστεύουν ότι μετά την αποδυνάμωση των συμμάχων του Ιράν στη Μέση Ανατολή και τη δραματική πτώση του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία, υπάρχει μια ευκαιρία να πλήξουν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν.
Οι Ισραηλινοί πιστεύουν ότι το Ιράν – απομονωμένο μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ και την αποδυνάμωση της κύριας ομάδας αντιπροσώπων του, της Χεζμπολάχ στο Λίβανο – μπορεί να στρέψει την προσοχή του το πυρηνικό του πρόγραμμα και να αναπτύξει μια βόμβα.
Το Ιράν ανέκαθεν αρνιόταν ότι επιδιώκει να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα και λέει ότι τόσο το διαστημικό του πρόγραμμα όσο και οι πυρηνικές δραστηριότητές του είναι για καθαρά πολιτικούς σκοπούς.
Ωστόσο, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών και η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) λένε ότι το Ιράν είχε ένα οργανωμένο στρατιωτικό πυρηνικό πρόγραμμα μέχρι το 2003 και συνέχισε να το αναπτύσσει. Το Ισραήλ υποστηρίζει ότι το Ιράν δεν εγκατέλειψε ποτέ πραγματικά το πρόγραμμα πυρηνικών όπλων της και ότι πολλές από τις πυρηνικές εγκαταστάσεις της είναι θαμμένες κάτω από βαριά οχυρωμένα βουνά.