Ήταν ίσως το καλύτερο debate της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα, με πολιτικούς όρους. Είχε κόντρες, αλλά όχι «μαλλιοτραβήγματα», είχε αντιπαραθέσεις, που δεν ξέφυγαν στο επίπεδο της «ανθρωποφαγίας», είχε πολιτικές θέσεις, με τις οποίες μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει, αλλά παρέμειναν στο πλαίσιο τους, χωρίς να εκφεύγουν στην εντυπωσιοθηρία.
Το debate δεν άλλαξε σοβαρά τη θέση των αντιπάλων στην κούρσα για την ηγεσία, δεν έχει κανείς την αυταπάτη ότι δημιούργησε έντονη δυναμική για το κόμμα στην κοινωνία, άφησε όμως μια πολιτική παρακαταθήκη για τις επόμενες τηλεμαχίες, δείχνοντας ότι μια αντιπαράθεση μπορεί να παραμείνει πολιτική, χωρίς να είναι απαραίτητο να μετατραπεί σε αρένα.
Διακριτική διαφορά από το κλίμα στον ΣΥΡΙΖΑ
To debate είχε ως περιεχόμενο αυτό που είναι περίπου αυτονόητο σε όλον τον κόσμο, αλλά φαίνεται να είχε ξεχαστεί στην Ελλάδα. Είχε ως επίκεντρο την πολιτική, οι υποψήφιοι απάντησαν πολιτικά στα ερωτήματα που τους τέθηκαν, κατέθεσαν πολιτικές προτάσεις.
Προφανώς υπήρχαν και τα «καρφιά», τα υπονοούμενα και οι ευθείες κατηγορίες – σε μια τηλεμαχία υποψηφίων αρχηγών δεν θα μπορούσαν να λείψουν – αλλά και οι έξι πολιτικοί δεν ξέφυγαν από το πολιτικό πλαίσιο. Με αυτόν τον τρόπο κατάφεραν και κάτι ακόμα. Με δεδομένη την μάχη των τελευταίων ετών με τον ΣΥΡΙΖΑ για την κυριαρχία στον χώρο της κεντροαριστεράς, κατάφεραν να περάσουν στο κοινό του χώρου την αίσθηση μιας σοβαρότητας, που τις τελευταίες εβδομάδες σπανίως συναντά κανείς στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Συνήθως η αποτίμηση από τους ίδιους τους συμμετέχοντες σε μία τηλεμαχία συνοψίζεται στο γνωστό «και βγήκαν όλοι νικητές και χάσαν όλοι οι άλλοι». Υπήρχαν όμως στοιχεία τα οποία μπορεί να αξιολογήσει κάποιος εξωτερικός παρατηρητής και να βρει μικρές νίκες και μικρές ήττες, που είναι άγνωστο πόσο θα επηρεάσουν το τελικό αποτέλεσμα των εσωκομματικών εκλογών. Κανείς δεν κερδίζει εκλογές αποκλειστικά από ένα debate, κανείς δεν τις χάνει από μία στιγμιαία αδυναμία. Μπορεί όμως να δώσει ώθηση στην υποψηφιότητά του ή να φρενάρει την όποια δυναμική του.
Επιλογή αντιπάλου
Η στρατηγική των έξι υποψηφίων ήταν διαφορετική μεν, αλλά με ένα κοινό χαρακτηριστικό: Όλοι επέλεξαν έναν ή δύο από τους ανθυποψηφίους τους για να τους αποδομήσουν, αυτούς που έχουν εντοπίσει ως κύριους αντιπάλους τους. Και αυτό σε μεγάλο βαθμό λειτούργησε και δεν ήταν λίγες οι στιγμές που έκανε και πιο ενδιαφέρουσαν την τηλεμαχία, καθώς σ’ αυτήν επιτράπηκαν οι ερωτήσεις του ενός υποψηφίου στον άλλον.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης προσπάθησε να πείσει ότι είναι η εγγύηση για την σταθερότητα στο κόμμα και το χτίσιμο της κοινωνικής πλειοψηφίας που θα ξαναφέρει το ΠΑΣΟΚ σε τροχιά εξουσίας. Στις ερωτήσεις που του έγιναν απαντούσε συγκεκριμένα αναφερόμενος στις πρωτοβουλίες του, εντός και εκτός του Κοινοβουλίου. Η αχίλλειος πτέρνα του νυν προέδρου είναι η δυναμική. Την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ καταρρέει δημοσκοπικά, που παρουσιάζει εικόνα διάλυσης το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να εισπράττει ελάχιστα. Βρίσκεται δεύτερο λόγω της πτώσης του αντιπάλου, όχι για τη δυναμική του. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κατάφερε να κρατήσει ζωντανή την πολιτική του εικόνα, δεν έπεισε όμως που ακριβώς θα βρει το «μαγικό ραβδάκι» για το πολυπόθητο «άλμα προς το μέλλον».
Ο «νέος», οι «παλιοί» και τα όπλα τους
Ο Χάρης Δούκας μπήκε στο debate ως ο πιο νέος, με πολιτικούς όρους, και έχοντας στο βιογραφικό του ένα πλεονέκτημα από την αμέσως προηγούμενη τηλεμαχία στην οποία συμμετείχε. Το debate με τον Κώστα Μπακογιάννη είναι κοινώς παραδεκτό ότι του έδωσε πολλούς πόντους στην διεκδίκηση της δημαρχίας του μεγαλύτερου Δήμου της χώρας. Το σκηνικό μιας εσωκομματικής μάχης βέβαια είναι τελείως διαφορετικό. Σ’ αυτό το debate ο Χάρης Δούκας δεν βγήκε θριαμβευτής, αλλά δεν ηττήθηκε κιόλας. Επέλεξε ευθείς βολές κατά του Νίκου Ανδρουλάκη και περιέγραψε τον εαυτό του ως εγγυητή της άμεσης δυναμικής επανόδου του κόμματος σε τροχιά εξουσίας. Δέχθηκε όμως και πολλά πυρά από τους υπόλοιπους υποψήφιους καθώς εμφανίζεται εξ αρχής ως ο βασικός αντίπαλος του Νίκου Ανδρουλάκη.
Παύλος Γερουλάνος και Άννα Διαμαντοπούλου είχαν τον ίδιο στόχο. Να πείσουν ως καλύτεροι δεύτεροι του πρώτου γύρου. Ο Παύλος Γερουλάνος ήταν μετρημένος, αλλά όχι άτολμος, είχε σαφείς πολιτικές θέσεις και κατάφερε σχετικά να ανταπεξέλθει εύκολα στα πυρά των αντιπάλων. Στον τελικό απολογισμό μάλλον βγήκε κερδισμένος. Η Άννα Διαμαντοπούλου από την άλλη, προσπάθησε να δώσει την εικόνα της έμπειρης πολιτικού με τεχνοκρατικές γνώσεις, εικόνα την οποία μπορεί να υπηρετήσει πολύ καλά, καθώς έχει διανύσει «χιλιόμετρα» στα ΜΜΕ. Το αδύναμο σημείο το οποίο την φέρνει σε θέση άμυνας και φρενάρει τη δυναμική της είναι η δεκαετής της απουσία από τα τεκταινόμενα στο κόμμα, κάτι που τονίζουν σε κάθε ευκαιρία και οι αντίπαλοί της.
Ο Μιχάλης Κατρίνης και η Νάντια Γιαννακοπούλου, που καταγράφονται στην πέμπτη και στην έκτη θέση της κούρσας για την ηγεσία αποπειράθηκαν να κάνουν πιο «ορατή» την υποψηφιότητά τους. Ο Μιχάλης Κατρίνης έδειξε ότι προστέθηκε σημαντική πολιτική εμπειρία από την κοινοβουλευτική του εμπειρία, ενώ η Νάντια Γιαννακοπούλου επέλεξε περισσότερη ένταση τις τοποθετήσεις της, κάτι που είναι αμφίβολο αν απέδωσε. Και οι δύο δεν έχασαν, αλλά δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν εκείνη τη στιγμή στο debate που θα κάνει τη διαφορά και θα τους επιτρέψει να ανατρέψουν τις προβλέψεις.