Τα 50 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας ναι μεν επιβεβαίωσαν ότι για πρώτη φορά στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους η χώρα κατάφερε να λειτουργεί σε συνθήκες πολιτικής ομαλότητας, από την άλλη όμως υπενθύμισε ότι οι θεσμοί ισχυροποιούνται και λειτουργούν μόνο όταν εξελίσσονται και δεν προσπαθούν απλώς να μιμηθούν τον νεότερο εαυτό τους.
Η σημερινή πολιτική γεωγραφία διαφέρει σε μεγάλο βαθμό απ’ αυτήν του 1974 ή του 1981, διατηρώντας όμως κάποιες σταθερές. Η ΝΔ είναι το κόμμα που κατάφερε, παρά τους ισχυρούς κλυδωνισμούς, με αποκορύφωμα τις μέρες της οικονομικής κρίσης, να διατηρήσει τον σκληρό πυρήνα των ψηφοφόρων και ποτέ στη διαδρομή αυτών των 50 ετών δεν έχασε την ιδιότητα του κόμματος εξουσίας. Ήταν και παραμένει κυρίαρχη δύναμη στο χώρο της κεντροδεξιάς και με τα κατά καιρούς ανοίγματα προς το κέντρο, με πρώτο αυτό του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη δεκαετία του ’70 να είναι ακόμα και από τα έδρανα της αντιπολίτευσης εν αναμονή εναλλακτική κυβερνητική επιλογή. Ακόμα και το 2019 κερδίζοντας τις κεντρώες ψήφους επιβεβαίωσε την επιτυχία αυτής της στρατηγικής.
Η εκ δεξιών απειλή
Η Νέα Δημοκρατία παράλληλα απορροφούσε τις «δεξιότερες» ψήφους του πιο συντηρητικού κοινού. Ουσιαστικά μέχρι και τη δεκαετία του 2010 δεν ένοιωσε απειλή από τα δεξιά της. Οι κομματικοί σχηματισμοί σε αυτό το χώρο είχαν ισχνό εκλογικό αποτύπωμα και οι ψηφοφόροι συνήθως εκφράζονταν από βουλευτές της ΝΔ, που είχαν ψηλότερα την «πατριωτική» και «παραδοσιακή» ατζέντα. Η οικονομική κρίση άλλαξε όμως τα δεδομένα. Εκτός από την αλματώδη άνοδο της Αριστεράς, στον χώρο δεξιότερα της ΝΔ άρχισε να δημιουργείται μια διακριτή πολιτική κινητικότητα, που εκφράστηκε με διάφορους τρόπους, φτάνοντας σήμερα να αθροίζει εκλογικά σε ορισμένες περιφέρειες ποσοστά ακόμα και μεγαλύτερα του 25%. Η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, η Νίκη, οι Σπαρτιάτες, το κόμμα Λατινοπούλου, ακόμα και μέρος του ψηφοφόρων της Πλεύσης Ελευθερίας συγκροτούν έναν πολιτικό χώρο, που ο μόνος λόγος που δεν εμφανίζεται ως εναλλακτική κυβερνητική λύση, είναι η πολυδιάσπασή του σε πολλά πολιτικά σχήματα, κάτι που όμως κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει να συμβεί στο μέλλον, όπως συνέβη σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Η «προοδευτική» αστάθεια
Στον πολιτικό χώρο που προσδιορίστηκε ως «Δημοκρατικός» ή «Προοδευτικός» τα δεδομένα ήταν πιο σύνθετα. Από την αρχή της Μεταπολίτευσης δεν υπήρχε ένα κόμμα που να έβαλε από την αρχή την σφραγίδα του κυβερνητικού πόλου. Αυτό όμως δεν άργησε να συμβεί καθώς η δυναμική του ΠΑΣΟΚ ήταν εμφανής και σαρωτική. Ο θρίαμβος του 1981 συνέθεσε ουσιαστικά τον οριστικό μεταπολιτευτικό χάρτη και το δίπολο πάνω στο οποίο κινήθηκε η πολιτική πραγματικότητα. Το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο κυβέρνησε για πολλά χρόνια, αλλά δημιούργησε και μία νέα πολιτική κουλτούρα, με πολλούς οπαδούς, αλλά και αντιπάλους. Ουσιαστικά έως το 2004 όταν ο Κώστας Σημίτης παρέδωσε την εξουσία στον Κώστα Καραμανλή το ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε την πολιτική δύναμη που εν πολλοίς σημάδεψε όσο κανένα άλλο κόμμα την μεταπολίτευση. Από την άλλη οι δυνάμεις της Αριστεράς, όντας πολυδιασπασμένες (ανήκει άλλωστε στο πολιτικό DNA του χώρου η διάσπαση) δεν κατάφεραν να παρουσιαστούν ως αξιόπιστη κυβερνητική δύναμη, με μία και μόνο παρουσία σε κυβερνητικό σχήμα, την συγκυβέρνηση του 1989 με τη ΝΔ, όταν και γεννήθηκε ο Συνασπισμός.
Η κρίση και οι αλληλοτροφοδοτούμενες κλεψύδρες
Το όχημα που καταρράκωσε το ΠΑΣΟΚ και έφερε κόμμα της Αριστεράς στα κυβερνητικά έδρανα ήταν η οικονομική κρίση. Το ΠΑΣΟΚ χρεώθηκε στο μέγιστο μέρος τη χρεοκοπία, αλλά και τα σκάνδαλα τα οποία βρέθηκαν πολλές φορές στα πρωτοσέλιδα επί μία 20ετία. Στη δεκαετία του 2010 όσο άδειαζε η κλεψύδρα του ΠΑΣΟΚ, τόσο γέμιζε αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Αν αθροιστούν τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ και των κομμάτων της Αριστεράς το εκλογικό κοινό στο οποίο απευθύνονταν επί 59 χρόνια ήταν ανάμεσα στο 45% και το 55%, κάτι που έδινε πάντα η αίσθηση της κοινωνικής πλειοψηφίας, πλην όμως η απώλεια του κέντρου και οι μετατόπιση των ψηφοφόρων του προς τη Νέα Δημοκρατία, άλλαξε ριζικά τα δεδομένα. Και τα δύο κόμματα είχαν και σε ένα βαθμό έχουν ακόμα ανάγκη πολιτικού αυτοπροσδιορισμού, πρέπει να επαναλανσάρουν το πολιτικό τους brand και μέχρι στιγμής τα δεδομένα δείχνουν ότι αυτός δεν θα είναι ένας εύκολος δρόμος.
Τα προβλήματα και η νέα «γλώσσα»
Η διαλυτική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, ο καταστροφικός για το κόμμα πόλεμος που μοιάζει περισσότερο με reality κάνει αμφίβολο αν θα μπορέσει να επιστρέψει σε ρόλο πρωταγωνιστή. Από την άλλη το ΠΑΣΟΚ αν και δείχνει να έχει τελευταίως μια σχετική δυναμική δεν δείχνει αυτό να απειλεί ακόμα την κυβερνώσα παράταξη. Το στοίχημα για την κεντροαριστερά είναι να βρει τη γλώσσα με την οποία θα απευθυνθεί σε κοινά που παραδοσιακά ανήκαν στον χώρο της. Την ώρα που υπάρχουν υπαρκτά προβλήματα, όπως η ακρίβεια, το κόστος της στέγης, τη στιγμή που ακόμα δεν έχουν ανακάκψει τα φτωχοποιημένα κοινωνικά στρώματα την εποχή της κρίσης και σε άλλη εποχή θα έδιναν ώθηση σ’ αυτό το χώρο, αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει και ο μόνος χώρος ο οποίος φαίνεται να κερδίζει είναι αυτός δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας. Πρόκειται για μία εμφανή αδυναμία.
Η αστάθεια που επικράτησε και συνεχίζει να επικρατεί στην κεντροαριστερά, δίνει ένα ισχυρό ατού στον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος εμφανίζεται ως ο μόνος εγγυητής της σταθερότητας, αίσθηση που φαίνεται ότι οι ψηφοφόροι θεωρούν εξαιρετικά σημαντική μετά από μία δεκαετία κρίσης και δοκιμασιών. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα νικά εσαεί από τα αποδυτήρια. Τα έντονα κοινωνικά προβλήματα και η αυξανόμενη δυναμική από τα δεξιά του δείχνουν ότι στο τέλος της δεύτερης τετραετίας, και αν το ΠΑΣΟΚ ανακτήσει έστω μέρος του κοινού του, η μάχη του θα πρέπει να δοθεί σε δύο μέτωπα. Και όπως όλοι γνωρίζουν οι διμέτωποι πόλεμοι κρύβουν πολλές παγίδες. Με δεδομένο επίσης το εξαιρετικά ασταθές διεθνές περιβάλλον, κανείς δεν μπορεί να στοιχηματίσει με βεβαιότητα για τους νικητές και τους ηττημένους του κοντινού μέλλοντος.